Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζωογόνος

См. также в других словарях:

  • ζωογόνος — 2 masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳογόνος — 1 masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωογόνος — (θηλ. και ζωογόνα), ο (AM ζωογόνος, ον) 1. αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, δημιουργός ζωής, παραγωγικός, γόνιμος, ζωοποιός 2. αυτός που παρέχει ζωή (α. «ζωογόνος αέρας», Βάρν. β. «ζωογόνος θεός», Ιουλ.) 3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές …   Dictionary of Greek

  • ζωογόνος — α, ο 1. αυτός που δίνει ζωή: Ζωογόνα αύρα, πνοή. 2. εμψυχωτικός: Ζωογόνα πίστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωογόνοις — ζωόγονος producing animals masc/fem/neut dat pl ζωογόνος 2 masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωογόνον — ζωογόνος 2 masc/fem acc sg ζωογόνος 2 neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωογόνου — ζωόγονος producing animals masc/fem/neut gen sg ζωογόνος 2 masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωογόνους — ζωόγονος producing animals masc/fem acc pl ζωογόνος 2 masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωογόνων — ζωόγονος producing animals masc/fem/neut gen pl ζωογόνος 2 masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωογόνῳ — ζωόγονος producing animals masc/fem/neut dat sg ζωογόνος 2 masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳογόνον — ζῳογόνος 1 masc/fem acc sg ζῳογόνος 1 neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»