-
1 ζωντανός
η, ό[ν]1) живой; живущий;ψάρια ζωντανά — живая рыба;
ζωντανό πλάσμα — живое существо;
ζωντανός κι' άχωστος — еле живой;
μένω ζωντανός — остаться в живых;
τρώγω (πιάνω) κάποιον ζωντανό — съесть (взять) кого-л. живьём;
2) живой, бодрый, активный, энергичный; жизнедеятельный;3) живой, йркий, выразительный;ζωντανή περιγραφή — живое описание;
ζωντανό βλέμμα — выразительный взгляд;
ζωντανό παράδειγμα — наглядный пример;
4) сырой, недоваренный; недожаренный;τό κρέας είναι ακόμα ζωντανό — мясо ещё не уварилось;
§ ζωντανή γλώσσα — живой язык
-
2 βιβλιοθήκη
η1) книжный шкаф; 2) библиотека;δημόσια (δανειστική) βιβλιοθήκη — публичная (платная) библиотека;
κινητή βιβλιοθήκη — библиотека-передвижка;
§ αυτός είναι ζωντανή ( — или κινητή) βιβλιοθήκη — он — ходячая энциклопедия
-
3 γλώσσα
I η1) анат. язык;γλώσσα άσπρη — или γλώσσα με επίχρισμα — обложенный язык;
δείχνω τη γλώσσα — показывать язык (врачу);
βγάζω ενός τη γλώσσα μου — показывать кому-л. язык (из озорства);
2) язык, речь;μητρική γλώσσα — родной язык;
ξένη γλώσσα — иностранный язык;
ζωντανή (νεκρή) γλώσσα — живой (мёртвый) язык;
λογοτεχνική γλώσσα — литературный язык;
γλώσσα γραφομένη — письменная речь;
ομιλούμενη γλώσσα — разговорный язык (в противоположность письменному языку);
απλή γλώσσα — простонародный язык, просторечие;
ιδιωματική γλώσσα — диалект;
αδελφές γλώσσες — родственные языки;
δημοτική (γλώσσ) — димотика;
μαλλιαρή γλώσσα — крайняя димотика;
(γλώσσ) καθαρεύουσα — кафаревуса;
μικτή ( — или καθομιλουμένη) γλώσσα — смесь кафаревусы и димотики;
ομιλώ δυό γλώσσες — разговаривать на двух языках;
3) перен. язык, язычок;γλώσσα υποδημάτων — язычок ботинок;
γλώσσα πνευστού μουσικού οργάνου — язычок духового музыкального инструмента;
γλώσσα νήζ — коса (шиш);
γλώσσες πυρός ( — или φωτιάς) — языки пламени;
γλώσσα καμπάνας — язык колокола;
γλώσσα της ζυγαριάς — стрелки весов;
§ κακιά ( — или κακή) γλώσσα — злой язык;
όπως λένε οι κακές γλώσσες... — злые языки говорят...;
γλώσσα σπαθί — острый язык;
έχει μακριά τη γλώσσα — или έχει μιά σπιθαμή ( — или μιά οργυιά) γλώσσα — или δεν κρατά τη γλώσσα του ( — или βγάζει γλώσσ) — у него длинный язык;
γλώσσα ροδάνι — или γλώσσ (πού κόβει) ψαλίδι — а) болтун; — б) язык хорошо подвешен;
πάει η γλώσσ μου ροδάνι — быть бойким на язык;
έχει ακονισμένη τη γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;
η γλώσσα του στάζει φαρμάκι — его язык источает яд, у него очень злой язык;
η γλώσσα του στάζει μέλι — слушать его одно удовольствие;
του δέθηκε η γλώσσα — или κατάπιε τη γλώσσα του — он будто язык проглотил, у него отнялся язык;
λύνω τη γλώσσα κάποιου — заставить кого-л. говорить, развязывать кому-л. язык;
του λύθηκε η γλώσσα — у него развязался язык;
μάλλιασε ( — или εβγαλε μαλλιά) η γλώσσα μου — устал уговаривать, убеждать;
με τρώει η γλώσσα μου — у меня язык чешется;
ακονίζω τη γλώσσα μου — точить язык (на кого-л.);
δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου — быть невоздержанным на язык;
δαγκώνω τη γλώσσα μου — прикусить язык;
δάγκασε τη γλώσσα σου! — или πού να φας τη γλώσσα σου — типун тебе на язык!, чтоб язык у тебя отсох!;
μου βγαίνει η γλώσσα (μιά σπιθαμή) — язык на плечо, сильно устать;
με τη γλώσσα εξω — высунув язык;
μάζεψε ( — или δέσ) τη γλώσσα σου! — придержи язык!;
γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει — посл, язык мягок, а кости ломает; — язык — опасное оружие;
μη προτρεχέτω η γλώσσα της διανοίας — погов, семь раз языком поверни, а потом скажи;
λανθάνουσα η γλώσσ την αλήθεια λέει — или αμαρτάνουσα η γλώσσα τ' αληθή λέγει — погов. язык мой — враг мой
γλώσσα2II η зоол, глосса, косорот, морской язык (рыба) -
4 περιγραφή
-
5 ψυχή
η1) душа;τον πονεί το ψυχή μου — у меня душа болит за него;
αυτό το άδικο δεν το ανέχεται η ψυχή μου — я не могу перенести такой несправедливости;
2) храбрость, мужество, смелость, отвага;τό λέει η ψυχή του — он храбрый;
αυτός έχει ψυχή λαγού — у него заячья душа, он трус;
3) бодрый дух, энергия;αυτή η γυναίκα έχει ψυχή — это энергичная, смелая женщина;
4) душа, человек;τό χωριό έχει εξακόσιες περίπου ψυχές — в селе около шестисот жителей, около шестисот душ;
ψυχή βαρεία θλιμμένη — неприкаянная душа;
δεν υπαρχει ψυχή ζωντανή — нет ни живой души (где-л.);
ψυχ δε φαίνεται πουθενά — нигде не видно ни души;
οΰτε ψυχ! — ни души!;
5) бабочка, мотылёк;§ ψυχ
της παρέας (αυτής της δουλείας) — душа компании (этого дела);, αυτό βαραίνει στην ψυχή μου — это лежит у меня камнем на душе;
πιάστηκε η ψυχή μου — у меня дух захватило;
πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη — у меня душа в пятки ушла;
όσα τραβάει ( — или γουστάρει) η ψυχή σου — сколько твоей душе угодно;
μου εβγαλε την ψυχή — он мне всю душу вымотал, он меня замучил;
δεν βαστάει η ψυχή μου — это для меня невыносимо;
στο βάθος της ψυχής μου — в глубине души;
εξ όλης ψυχής — или εκ βάθους ψυχής — от всей души;
με όλη μου την ψυχή — всей душой;
τον αγαπά με όλη του την ψυχή — он его любит всей душой;
με την ψυχή μου — а) с большим удовольствием; — за милую душу (разг); — б) со всей энергией, изо всех сил;
με την ψυχή στο στόμα — ни жив ни мёртв;
ψυχή τε και σώματι — душой и телом (быть преданным кому-л.); — верой и правдой (служить кому-л.);
καλή ψυχ! — лёгкой смерти! (пожелание);
ψυχ μου! — душа моя!;
τί ψυχή θα παραδώσεις; — как тебе совесть позволяет (так поступать)?;
δες μορφή και δες ψυχή — или οία η μορφή τοιάδε και η ψυχ — человека по лицу видно;
≈ глаза — зеркало души
См. также в других словарях:
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
ζωογονώ — (AM ζωογονῶ, έω) [ζωογόνος] 1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση») 2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικά νεοελλ. αποκτώ ζωή αρχ. 1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῑ»,… … Dictionary of Greek
Αντιγόνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρωίδα του μύθου των Λαβδακιδών, κόρη του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, όπως και η Ισμήνη, o Ετεοκλής και o Πολυνείκης, ή της Ευρυγανείας, όπως αναφέρεται στο παλαιό έπος Οιδιπόδεια. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει τον μύθο των… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek