Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζωηρή

  • 21 запестреть

    -еет ρ.σ.
    1. βλ. пестреть 1.
    2. πέφτει (χτυπά) στα μάτια (για ζωηρή εντύπωση). || ταχτικά συναντιέμαι•

    имя его -ло во всех газетах το όνομα του το διάβαζες σ’ όλες τις εφημερίδες.

    3. βλ. пестреть (2 σημ.).
    ποικίλλω, παρδαλίζω.

    Большой русско-греческий словарь > запестреть

  • 22 здоровый

    επ., βρ: -ров, -а, -о
    1. υγιής, γερός• ζωηρός•

    здоровый организм γερός οργανισμός•

    -вид ζωηρή όψη•

    в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).

    || μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•

    -ая политика σωστή πολιτική•

    -ая критика σωστή κριτική•

    -ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).

    2. υγιεινός•

    здоровый ая пища υγιεινή τροφή•

    здоровый воздух καθαρός αέρας.

    3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.
    4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.
    5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.
    εκφρ.
    будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•
    по добру по –ву – ε το καλό•
    убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό.

    Большой русско-греческий словарь > здоровый

  • 23 контрастировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. με οργν. αποτελώ (κάνω) ζωηρή αντίθεση, αντίκειμαι.

    Большой русско-греческий словарь > контрастировать

  • 24 неотразимый

    επ., βρ: -зим, -а, -о
    μη δυνάμενος να αποκρουστεί. || ισχυρός, δυνατός, έντονος•

    -ое впечатление ζωηρή εντύπωση.

    Большой русско-греческий словарь > неотразимый

  • 25 оживлённый

    επ. από μτχ.
    ζωηρός•

    -вид ζωηρή όψη•

    оживлённый интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    -ая улица πολυσύχναστος δρόμος.

    Большой русско-греческий словарь > оживлённый

  • 26 отзвук

    α.
    1. αντήχηση, απήχηση• ηχώ,αντίλαλος, αχός• απόηχο.
    2. μτφ. εντύπωση ζωηρή, αντιχτυπος.
    3. μτφ. αντανάκλαση, συνέπεια, επακόλουθο.

    Большой русско-греческий словарь > отзвук

  • 27 оттиск

    α.
    1. αποτύπωμα, απότυπο.
    2. τυπογραφικό δοκίμιο.
    3. άρθρο σε μπροσούρα.
    4. μτφ. εντύπωση, ζωηρή αίσθηση.

    Большой русско-греческий словарь > оттиск

  • 28 отчеркнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отчркнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. σημειώνω με ζωηρή γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > отчеркнуть

  • 29 пристрастить

    -ащу, -астишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пристращённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    εμπνέω (ανάβω) πάθος, μανία, αγάπη, έρωτα δίνω,ζωηρή κλίση.
    μερακλώνομαι, με πιάνει πάθος, μανία, μεράκι.

    Большой русско-греческий словарь > пристрастить

  • 30 пылкий

    επ., βρ: -лок, -лка, -лко.
    1. εύφλεκτος, ευφλόγιστος,. που καίγεται εύκολα, γρήγορα•

    -ие дрова καυσόξυλα που καίγονται εύκολα.

    || μεγάλος•

    пылкий огонь μεγάλη φωτιά.

    2. μτφ. διακαής, θερμός, διάπυρος, ένθερμος, φλογερός: ζωηρός•

    пылкий юноша φλογερός νέος•

    -ое воображение ζωηρή (εξημμένη) φαντασία.

    Большой русско-греческий словарь > пылкий

  • 31 разительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно; καταπληκτ ικός, εκπληκτικός• χτυπητός•

    -ое сходство καταπληκτική ομοιότητα•

    разительный пример καταπληκτικό παράδειγμα•разительныйэффект ζωηρή εντύπωση (αίσθηση)•

    -ая быстрота καταπληκτική ταχύτητα.

    Большой русско-греческий словарь > разительный

  • 32 рукобитье

    ουδ.
    παλ. χειραψία ζωηρή (αμέσως μετά τη συμφωνία).

    Большой русско-греческий словарь > рукобитье

  • 33 трепет

    α.
    1. τρεμούλιασμα• ταλάντευση• κλονισμός
    2. χτύπος, παλμός. || μαρμαρυγή, αναλαμπή, λαμπύρισμα, τρεμοφέγγισμα.
    3. διέγερση ψυχική• ρίγος•

    трепет восторга ρίγος από ενθουσιασμό.

    || μτφ. οργασμός, ζωηρή κίνηση.
    4. μτφ. ανατριχίλα, φρίκη, φόβος και τρόμος.

    Большой русско-греческий словарь > трепет

  • 34 трепетание

    ουδ.
    1. βλ. трепет (1, 2 σημ.).
    2. οργασμός, ζωηρή κίνηση.

    Большой русско-греческий словарь > трепетание

  • 35 удивление

    ουδ.
    έπληξη• ξάφνιασμα• απορία ζωηρή• θαυμασμός.
    εκφρ.
    на удивление – για θαύμα, για να θαυμάζει κανένας.

    Большой русско-греческий словарь > удивление

  • 36 шум

    -а (-у) α.
    1. θόρυβος, βουή, τύρβη, αχός•

    лёгкий шум ελαφρός (σιγανός) θόρυβος•

    большой шум слышится μεγάλος θόρυβος ακούεται•

    ветра η βουή του άνεμου•

    шум волн η βουή των κυμάτων.

    || κρότος•

    шум шагов ο κρότος των βημάτων, το ποδοβολητό.

    || οχλοβοή, οχλαγωγία, χλαλοή• χάβρα. || φασαρία, φωνές.
    2. συζήτηση ζωηρή• ντόρος•

    много -а от ничего πολύς θόρυβος για το τίποτε.

    3. θρόισμα, θρος•

    листьев το θρόισμα των φύλλων.

    εκφρ.
    в голове – βούισμα στο κεφάλι•
    шум в ушах – βούισμα στ αυτιά.

    Большой русско-греческий словарь > шум

  • 37 шумиха

    θ.
    σκόπιμος θόρυβος, ζωηρή συζήτηση, ντόρος.

    Большой русско-греческий словарь > шумиха

  • 38 эффект

    α.
    1. εντύπωση, ζωηρή αίσθηση.
    2. πλθ. -ы μέσα ή όργανα που προκαλούν εντύπωση•

    шумовые -ы μέσα θορύβου.

    3. αποτέλεσμα, επιτυχής εντύπωση, το εφέ(ς).
    4. (φυσ.) φαινόμενο•

    эффект обращения το φαινόμενο κυκλοφορίας.

    εκφρ.
    с -ом – πολύ εκφραστικα.

    Большой русско-греческий словарь > эффект

См. также в других словарях:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • εικόνα — η 1. αναπαράσταση πραγματικής ή φανταστικής μορφής με τις πλαστικές ή διακοσμητικές τέχνες (άγαλμα, ανάγλυφο, ζωγραφιά, κέντημα κτλ.), ομοίωμα μορφών και πραγμάτων: Ο προϊστάμενος έχει στο γραφείο του την εικόνα του πρωθυπουργού. 2. αγιογραφία,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοφάνταστος — και καλοφάνταχτος, η, ο 1. αυτός που έχει ζωηρή, πλούσια φαντασία, ευφάνταστος 2. (για πράγματα) αυτός που έχει ζωηρή, ποικιλόχρωμη εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + φαντάζω] …   Dictionary of Greek

  • υπόρχημα — Είδος αρχαίας ελληνικής λατρευτικής ποίησης, για το οποίο δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες. Πιθανώς ήταν χορικό άσμα που συνοδευόταν από ζωηρή όρχηση και μιμικές κινήσεις. Τα υ. δημιουργούνται κυρίως σε κρητικά μέτρα, και ήταν παρόμοια με εκείνα που …   Dictionary of Greek

  • Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… …   Dictionary of Greek

  • Έρασμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυς. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Τον συνέλαβαν μετά από διαταγή του Μαξιμιανού (286 305) στην Αχρίδα. Αργότερα, αφού ελευθερώθηκε, πέθανε στη Χερμελία της Αχρίδας. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»