-
1 ζωγραφία
ζωγραφίᾱ, ζωγραφίαart of painting: fem nom /voc /acc dualζωγραφίᾱ, ζωγραφίαart of painting: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ζωγραφίαι, ζωγραφίαart of painting: fem nom /voc plζωγραφίᾱͅ, ζωγραφίαart of painting: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ζωγραφια
-
3 ζωγραφιά
-
4 ζωγραφίᾳ
Βλ. λ. ζωγραφία -
5 ζωγραφία
ζωγρᾰφ-ία, ἡ,II painting, τῶν παρειῶν v.l. in Philostr.Ep.22 (cod. Barocc.50);τοῦ στύλου IGRom.1.1272
(Egypt, ii A.D.).2 metaph., ἐπὶ σκιᾷ (sc. οὐσία)ζωγραφία καὶ τὸ φαίνεσθαι Plot.6.3.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγραφία
-
6 ζωγραφιά
[зографья] ουσ. θ. рисунок, картина, портрет,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζωγραφιά
-
7 ζωγραφία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Sir 38,27painting, drawing, representation -
8 ζωγραφιά
[зографья] ουσ θ рисунок, картина, портрет. -
9 ζωγραφία
ζω-γραφία, ἡ, die Malerei, Malerkunst; Gemälde -
10 ζωγραφιά
dessin -
11 ζωγραφιά
1) rysowanie (n) rzecz.2) rysunek (m) rzecz. -
12 ζωγραφιά
1) kresba2) kreslení3) nákres4) rys5) výkres -
13 ζωγραφιά
1) drawing2) paintingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ζωγραφιά
-
14 kresba
ζωγραφιά -
15 kreslení
ζωγραφιά -
16 drawing
ζωγραφιά -
17 painting
ζωγραφιά -
18 rysowanie
ζωγραφιά -
19 rysunek
ζωγραφιά -
20 ζωγραφίας
ζωγραφίᾱς, ζωγραφίαart of painting: fem acc plζωγραφίᾱς, ζωγραφίαart of painting: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ζωγραφία — ζωγραφίᾱ , ζωγραφία art of painting fem nom/voc/acc dual ζωγραφίᾱ , ζωγραφία art of painting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 19 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθώμης. * * * και ζουγραφιά και ζωγραφιά, η (AM ζωγραφία) [ζωγράφος] νεοελλ. 1. εικόνα ζωγραφισμένη με χρώματα, έργο ζωγραφικής, πολύχρωμη εικόνα 2.… … Dictionary of Greek
ζωγραφίᾳ — ζωγραφίαι , ζωγραφία art of painting fem nom/voc pl ζωγραφίᾱͅ , ζωγραφία art of painting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφιά — η 1. έργο ζωγραφικής. 2. εικόνα πολύχρωμη: Τα παιδικά βιβλία έχουν πολλές ζωγραφιές. 3. ομορφιά: Είναι μια ζωγραφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωγραφίας — ζωγραφίᾱς , ζωγραφία art of painting fem acc pl ζωγραφίᾱς , ζωγραφία art of painting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφίαι — ζωγραφία art of painting fem nom/voc pl ζωγραφίᾱͅ , ζωγραφία art of painting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφίαν — ζωγραφίᾱν , ζωγραφία art of painting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφιῶν — ζωγραφία art of painting fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφίαις — ζωγραφία art of painting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφίη — ζωγραφία art of painting fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφίης — ζωγραφία art of painting fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)