-
1 ζω-άρκεια
-
2 ζωάρκεια
ζωάρκεια, ἡ,A means of subsistence, Sch.E.Hec. 362: [full] ζωαρκία, Anon. Prog.in Rh.1.599 W.: [full] ζωαρκέω, support life, Gramm. in Reitzenstein Ind.Lect.Rost.1892/3P.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωάρκεια
См. также в других словарях:
ζωάρκεια — η (AM ζωάρκεια και διάφ. ανάγν. ζωαρκία) [ζωαρκής] νεοελλ. μσν. όσα επαρκούν για τη διατήρηση τής ζωής, επάρκεια τών προς το ζην αρχ. η διατήρηση τής ζωής … Dictionary of Greek