-
1 ζωαγρια
τά (тж. ζ. δῶρα Her.) выкуп за сохранение жизни, плата за пощаду(τινὴ ζ. τίνειν Hom.)
ζ. ὀφέλλειν τινί Hom. — быть обязанным кому-л. за спасение жизни;ἱρήν τινι θαλάμην ζ. ἀνατίθεσθαι Anth. — воздвигнуть кому-л. храм в благодарность за спасение жизни -
2 ζωαγριον
-
3 τινω
(эп. ῑ, атт. ῐ) [τίω] (fut. τίσω с ῑ, aor. ἔτῑσα; pass.: aor. ἐτίσθην, pf. τέτισμαι)1) платить, уплачивать(μισθόν τινι Xen.; δασμόν τινι Soph.)
τ. ἀμοιβήν τινός τινι Hom. — возмещать кому-л. стоимость чего-л.;τίσασθαι πολυπλάσιά τινος Anth. — получить взамен во много раз больше;τ. ἔκτισίν τινι Plat. — уплачивать кому-л. возмещение убытков2) отплачивать, воздавать, вознаграждатьζωάγρια τ. τινί Hom. — отблагодарить кого-л. за спасение жизни;
ἃ δεῖ τῖσαί τινι Eur. — воздать кому-л. должное;τ. τινὴ χάριν Aesch. — отплачивать кому-л. за услугу3) делать, оказыватьὀλίγην χάριν τ. Anth. — оказывать маленькую услугу
4) перен. платить, расплачиваться, искупатьτ. τί τινι и ἀντί τινος Aesch. — искупать что-л. чем-л.;
τ. λοιγόν τινος Hom. — расплачиваться за чью-л. гибель;σῷ δ΄ αὐτοῦ κράατι τίσεις Hom. — ты поплатишься собственной головой5) нести (наказание), подвергаться (каре)τ. τι Hom., Plat. и τ. δίκην τινός Eur., Plat. — нести наказание за что-л.;
τίσειν τέν προσήκουσαν τιμωρίαν Plat. — понести надлежащую кару;οὐκ ἴσην ἔτισεν Soph. — он подвергся неравному наказанию, т.е. был непомерно жестоко наказан6) med. наказывать, карать(τινά τινος Hom., Her., Soph. и τινά τι Hom., Eur.)
τίσασθαί τινά τινι Aesch. — покарать кого-л. чем-л.;τίσασθαί τινα ὑπέρ τινος Her. — отомстить кому-л. за кого-л.
См. также в других словарях:
ζωαγρίᾳ — ζωαγρίᾱͅ , ζωάγριος ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved fem dat sg (attic doric aeolic) ζωαγρίᾱͅ , ζωαγρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωαγρία — ζῳαγρία, ἡ (Α) ο τόπος, το οικοδόμημα όπου φυλάσσονται ζώα, ιδίως άγρια, ατιθάσευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί ζωγρείον*] … Dictionary of Greek
ζωάγρια — ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved neut nom/voc/acc pl ζωάγριος ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳάγρια — ζωάγρια ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωάγρι' — ζωάγρια , ζωάγρια ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved neut nom/voc/acc pl ζωάγρια , ζωάγριος ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved neut nom/voc/acc pl ζωάγριε , ζωάγριος ransom paid for a prisoner … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωαγρίων — ζωάγρια ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved neut gen pl ζωάγριος ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved fem gen pl ζωάγριος ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωάγριος — ζωάγριος, ον (Α) 1. αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου 2. φρ. «ζωαγρίους χάριτας ὀφλισκάνω» οφείλω ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία τής ζωής μου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωάγριον η θυσία που προσφέρεται για τη σωτηρία κάποιου 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά… … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
ζωγρείον — ζωγρεῑον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) [ζωγρώ]·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο 2. κλουβί 3. παγίδα 4. ιχθυοτροφείο 5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῑα τα ζωάγρια* … Dictionary of Greek
μοιχάγρια — μοιχάγρια, τὰ (Α) πρόστιμο που επιβαλλόταν σε εκείνους που συλλαμβάνονταν για μοιχεία («μοιχάγρι ὀφέλει», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μοιχὸν ἀγρεῖν, σχηματισμένο αναλογικά προς το ζωάγρια (βλ. ζωάγριος)] … Dictionary of Greek