-
1 ζυμών
ζῡμῶν, ζύμηleaven: fem gen plζῡμῶν, ζυμόωleaven: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ζῡμῶν, ζυμόωleaven: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ζῡμῶν, ζυμόωleaven: pres part act masc nom sgζῡμῶν, ζυμόωleaven: pres inf act (doric) -
2 ζυμῶν
ζῡμῶν, ζύμηleaven: fem gen plζῡμῶν, ζυμόωleaven: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ζῡμῶν, ζυμόωleaven: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ζῡμῶν, ζυμόωleaven: pres part act masc nom sgζῡμῶν, ζυμόωleaven: pres inf act (doric)
См. также в других словарях:
ζυμῶν — ζῡμῶν , ζύμη leaven fem gen pl ζῡμῶν , ζυμόω leaven pres part act masc voc sg (doric aeolic) ζῡμῶν , ζυμόω leaven pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ζῡμῶν , ζυμόω leaven pres part act masc nom sg ζῡμῶν , ζυμόω leaven pres inf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
παντοθενικός — ή, ό φρ. «παντοθενικό οξύ» (βιοχ.) η βιταμίνη Β5, που είναι βασική για τον μεταβολισμό τών ζώων και αποτελεί αυξητικό παράγοντα τών ζυμών και ορισμένων βακτηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pantothenic (acid) < αρχ. πάντοθεν «από όλα… … Dictionary of Greek