Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζυμώδης

См. также в других словарях:

  • ζυμώδης — ζυμώδης, ες (Α) όμοιος με ζύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + ώδης (πρβλ. ζοφ ώδης, ω ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • ζυμώδη — ζυμώδης like leaven neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ζυμώδης like leaven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ζυμώδης like leaven masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυμῶδες — ζυμώδης like leaven masc/fem voc sg ζυμώδης like leaven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • ζυμοειδής — ές (Α ζυμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ζύμη, όμοιος με προζύμι, ζυμώδης («ζυμοειδής μάζα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + ειδής (< είδος)] …   Dictionary of Greek

  • ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»