-
1 ζυμωτού
-
2 ζυμωτοῦ
См. также в других словарях:
ζυμωτοῦ — ζυμωτός fermented masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ζυμωτού
2 ζυμωτοῦ
ζυμωτοῦ — ζυμωτός fermented masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)