Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ζοῦν

  • 1 ζούν

    ζέω
    boil: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ζέω
    boil: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)
    ζέω
    boil: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
    ζέω
    boil: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ζούν

  • 2 ζοῦν

    ζέω
    boil: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ζέω
    boil: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)
    ζέω
    boil: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
    ζέω
    boil: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ζοῦν

  • 3 ζω

    I τό (πλ. ζδ) животное
    ζω2
    II (ε) —ζεΓς, ζει, ζοΰμε, ζείτε, ζουν и (α) —ζής, ζή, ζωμεν, ζήτε, ζωσι (αόρ. έζησα) 1. αμετ.
    1) жить, существовать, быть живым;

    ενόσω ζω2 — пока я жив;

    2) жить, вести какую-л. жизнь; поддерживать существование;

    ζω2 ευχαριστημένος — быть довольным жизнью; — жить счастливо;

    ζω2 φτωχικά (πλουσιοπάροχα) — жить в бедности (на широкую ногу);

    ζω2 με άνεση ( — или εν ανέσει) — жить в достатке;

    ζω2 με τίς ψευτιές — жить обманом;

    ζει με την ελπίδα он живёт надеждой;
    3) жить, проживать (где-л.);

    ζω2 στην εξοχή — жить на даче;

    4) жить, сожительствовать;

    ζω2 με κάποιον — а) жить вместе с кем-л.; — б) сожительствовать с кем-л.;

    § ζεί και βασιλεύει он живёт и здравствует;
    ζεί και ζαίνει (или ζένεται, ζώνεται) он влачит жалкое существование;

    όσο ζω2 και ζώνομαι — живу, кое-как перебиваясь;

    πού ζείς;
    στα σύννεφα, στον Άρη; ты что, с луны свалился?; 2. μετ. 1) кормить, содержать;

    ζω2 την οικογένειά μου — содержать семью;

    2) переживать, глубоко чувствовать (что-л.);
    αυτό το ζει με όλη του την υπαρξη он это чувствует всем своим существом; 3) лично пережить, испытывать на себе; εζησε τον αποκλεισμό он пережил блокаду; 4) осуществлять на деле, претворять в жизнь;

    ζω2 την φιλαλήθεια — быть правдолюбом не на словах, а на деле;

    5) жить, прожить (какимлибо образом);

    ζω2 βίον — или ζω2 ζωή — прожить, провести жизнь;

    ζω2 ζωή αφρόντιστη — прожить беззаботно;

    ζω2 βίον πλήρη στερήσεων — прожить жизнь полную лишений;

    αυτός (μάλιστα) ξέρει να ζήσει он умеет жить;
    6) (в пожеланиях, поздравлениях с частицей να): πες μου, να ζήσεις! пожалуйста, скажи мне!; να σ6*ς ζήσει (τό παιδί) поздравляю вас с рождением (ребёнка); να ζήσεις χίλια χρόνια желаю тебе долгих лет жизни; να ζήσετε, να γεράσετε желаю вам счастья до самой старости (пожелание новобрачным); γ διά ζώσης устно; έχω να ζήσω у меня всё есть, я обеспечен; πέθανε να σ'άγαπω, ζήσε να μη σε θέλω погов. что имеем не храним, потерявши — плачем

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζω

  • 4 κουδουνίζω

    κουδουνάω αμετ.
    1) звонить; 2) звенеть;

    κουδουν(ζουν τ' αυτιά μου — у меня звенит в ушах;

    3) перен. звонить, распространять слухи, разглашать (что-л.);

    § κουδουνίζει η τσέπη *ου — у него есть деньги в кармане; — у него водятся деньжата

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κουδουνίζω

  • 5 στεφάνι

    τό
    1) венок;

    καταθέτω στεφάνι — возлагать венок;

    2) венец (тж. брачный);

    βάζω στεφάνι — венчаться; — вступать в брак, жениться;

    πατώ στεφάνι — а) разрывать брачные узы; — б) изменить, быть неверным супругом или супругой;

    την έχει χωρίς στεφάνι — он с ней живёт незаконно;

    ζουν χωρίς στεφάνι — они живут незаконно;

    καλό στεφάνι! — счастливого брака!;

    3) перен. супруг, супруга;

    να χαρείς το στεφάνι σου! — пусть жена (муж) будет тебе на радость! 4) обруч; — обод;

    στεφάνι τροχού тех — бандаж;

    6) карниз

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στεφάνι

  • 6 τρυγόνα

    η, τρυγόνι[ον] τό горлица, голубка (птица);

    § ζουν σαν τρυγόνία ( — или τρυγόνάκια) — они живут как голубки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρυγόνα

См. также в других словарях:

  • ζοῦν — ζέω boil pres part act masc voc sg (attic epic doric) ζέω boil pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) ζέω boil imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ζέω boil imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»