-
1 ζορκάς
-
2 ζορκας
-
3 δορκάς
A an animal of the deer kind (so called from its large bright eyes), in Greece, roe, Cervus capreolus, E.Ba. 699, X.Cyr.1.4.7; in Syria and Africa, gazelle, Antilope dorcas, Hdt.4.192 (in form ζορκάς), 7.69.—Other forms:—[full] δόρξ, δορκός, ἡ, E.HF 376 (prob.), Call.Lav.Pall.91, Luc.Am.16: [full] δόρκος, ὁ, Dsc.2.75, Opp.C.2.315, 3.3: [full] δόρκων, ωνος, ὁ, Palamed. ap. Ath.11.397a, LXXCa.2.17, Ar.Byz.Epit.3.15: [full] ζορκάς (v. supr.): [full] ζόρξ, Call. Dian.97, Fr. 239, Nic.Th.42: [full] ἴορκος, Opp.C.2.296, 3.3. ( δόρκος and ἴορκος are distd. fr. δορκάς.) -
4 ζορκάδες
δορκάςan animal of the deer kind: fem nom /voc plζορκάςan animal of the deer kind: fem nom /voc pl -
5 ζίλαι
A v. ζελᾶς. [full] ζινίχιον, τό, shoe-latchet, Suid. [full] ζιτᾶνα· καταπύγονα, Hsch. [full] ζίφυιος, Elean for δίφ-. [full] ζίω, = ζητέω, EM411.51: ζίεται· ζητεῖται, ibid., Hsch. [full] ζμαράγδινος, v. σμαρ-. [full] ζμάω, v. σμάω. [full] ζμῆμα, v. σμῆμα. [full] ζμιρριεῖα, τά, emery, IG12(8).51.20 (Imbros, ii B.C.); cf. σμύρις. [full] ζμύρνη, [full] ζμύρνινος, etc., v. σμύρν-. [full] ζόα, [full] ζόη, [full] ζοτα, v. ζωή. [full] ζόασον· σβέσον, Hsch. [full] ζοός, v. ζωός. [full] ζορκάς, άδος, and ζόρξ, ζορκός, ἡ, v. δορκάς. [full] ζούγωνερ, [dialect] Lacon. for ζύγωνες, ploughing oxen, Id. [full] ζούϊον ἢ ζοῦον θηρίον, ἢ ἐρυσίπελας, Id. (Prob. Thess. for ζῷον.) [full] ζούσθω· ζωννύσθω, Id. (Prob. Thess.) -
6 δορκάς
δορκάς, - άδοςGrammatical information: f.Meaning: `a kind of deer, roe, gazelle' (Hdt. 7, 69).Derivatives: Other forms: δόρξ (Call.; acc. δόρκᾱ̆ν E. H. F. 376 [lyr.]; δόρκα Dindorf), δόρκος (Dsc.), δόρκων (LXX); also ζορκάς (Hdt. 4, 192), ζόρξ (Call.); ἴορκος (Opp.), ἴορκες, ἴυρκες (H.). - Diminutives: δορκάδιον (LXX, Delos IIIa), also a plant (André, Notes lexicogr. botanique s.v.); δορκαλίς (Call.; on - αλ-ιδ- Chantr. Form. 251f., 344); δορκαλῖδες `dies from the bones of..' (Herod.; on -ῑδ- s. Chantraine 346f.); δορκαλίδες ὄργανόν ἐστι κολαστικόν τε η μάστιγες αἱ ἀπὸΏ ἱμάντων δορκάδων Suidas; δορκάδε(ι)ος `made from the bones of..' ( ἀστράγαλος, Thphr., inscr., pap.; s. Schmid -εος und -ειος 52), δόρκειος (Theognost.), δόρκιος (Edict. Diocl.). - PN Δορκεύς etc., s. Boßhardt Die Nomina auf - ευς 130.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Celt.Etymology: Built like κεμάς etc., δορκάς, like δόρκος and δόρκων was derived from the root noun δόρξ. If we start from the forms with ζ-, the word agrees with a Celtic word for `roe', Corn. yorch, Bret. iourc'h `roe', Welsh iwrch `caprea mas', IE *i̯ork-o-. The δ-forms perh. folketymological after δέρκομαι. ἴορκος etc. may be Celtic (Galatic) LW [loanword]. - Sommer Lautst. 147f.Page in Frisk: 1,410Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δορκάς
См. также в других словарях:
ζορκάς — ζορκάς, ( άδος) και ζόρξ, ( κός), ή (Α) διαφ. τ. τού δορκάς* ζαρκάδι … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… … Dictionary of Greek
ζαρκάδι — Αρτιοδάχτυλο κερασφόρο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών. Ζει στις δασώδεις περιοχές της Ευρώπης, από τη Σκανδιναβία και τη Μεγάλη Βρετανία έως τη νότια Ιταλία και την Ελλάδα. Τρέφεται με φυτικές ουσίες, που αναζητά συνήθως κατά το… … Dictionary of Greek
ζορκάδες — δορκάς an animal of the deer kind fem nom/voc pl ζορκάς an animal of the deer kind fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
i̯ork- — i̯ork English meaning: a kind of roebuck Deutsche Übersetzung: “Tier from the Gruppe the Rehe” Material: Gk. ζόρξ, ζορκάς, with folk etymology connection an δέρκομαι mostly δόρξ, δορκός; δορκάς f., δόρκος m. “roe deer, gazelle “;… … Proto-Indo-European etymological dictionary