-
1 ζιζάνια
сорнякиζιζάνιάΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ζιζάνια
-
2 ζιζάνιά
сорнякиζιζάνιαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ζιζάνιά
-
3 ξυλλεγω
[λέγω II] (aor. συνέλεξα, pf. συνείλοχα; pass.: fut. συλλεγήσομαι, aor. συνελέχθην и συνελέγην, pf. συνείλεγμαι и συλλέλεγμαι)1) собирать(κτέατα Hom.; τὰ ὀστέα Her.; ἐράνους Dem.; τὰ ζιζάνια NT.; τὸ συλλεχθὲν εἰς τὰς ὑποδοχὰς ὕδωρ Arst.)
σύλλεξαι σθένος Eur. — соберись с силами;βίον σ. Eur. — добывать себе пропитание;ἐκ τῆς ἀσθενείας σ. ἑαυτόν Plat. — оправиться от слабости;εἰς αὑτὸν συλλέγεσθαι Plat. — приходить в себя2) копить, накапливать(φερνάς τινι Her.)
αὑτῷ σ. Men. — копить себе добро3) созывать, собирать(ἐγχωρίους Eur.; τέν ἐκκλησίαν Xen.)
συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Her. — собираться в Сардах4) формировать(στρατόν Thuc.; λόχον Xen.)
ἐκ τούτων συνελέγετο αὐτῷ ἥ πολυλογία Xen. — вследствие этого у него сложилась привычка к многословию5) составлять, сочинять(μονῳδίας Arph.; ῥήματα καὴ λόγους Dem.)
6) собирать сведения(σ. καὴ πυνθάνεσθαι Dem.)
-
4 συλλεγω
[λέγω II] (aor. συνέλεξα, pf. συνείλοχα; pass.: fut. συλλεγήσομαι, aor. συνελέχθην и συνελέγην, pf. συνείλεγμαι и συλλέλεγμαι)1) собирать(κτέατα Hom.; τὰ ὀστέα Her.; ἐράνους Dem.; τὰ ζιζάνια NT.; τὸ συλλεχθὲν εἰς τὰς ὑποδοχὰς ὕδωρ Arst.)
σύλλεξαι σθένος Eur. — соберись с силами;βίον σ. Eur. — добывать себе пропитание;ἐκ τῆς ἀσθενείας σ. ἑαυτόν Plat. — оправиться от слабости;εἰς αὑτὸν συλλέγεσθαι Plat. — приходить в себя2) копить, накапливать(φερνάς τινι Her.)
αὑτῷ σ. Men. — копить себе добро3) созывать, собирать(ἐγχωρίους Eur.; τέν ἐκκλησίαν Xen.)
συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Her. — собираться в Сардах4) формировать(στρατόν Thuc.; λόχον Xen.)
ἐκ τούτων συνελέγετο αὐτῷ ἥ πολυλογία Xen. — вследствие этого у него сложилась привычка к многословию5) составлять, сочинять(μονῳδίας Arph.; ῥήματα καὴ λόγους Dem.)
6) собирать сведения(σ. καὴ πυνθάνεσθαι Dem.)
-
5 σπέρνω
(αόρ. έσπειρα, παθ. αόρ. (δ)σπάρθηκα) μετ.1) сеять; засевать; 2) перен. сеять, распространять, вызывать;σπέρνω τον πανικό — сеять панику;
σπέρνω ζιζάνια ( — или διχόνοιες) — сеять раздоры;
σπέρνω τη σύγχυση — вызывать путаницу;
§ όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες — кто сеет ветер, пожнёт бурю
См. также в других словарях:
ζιζάνια — ζιζάνιον darnel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζιζάνιο — το 1. άγριο χόρτο που φυτρώνει ανάμεσα σε άλλα χρήσιμα φυτά, κυρίως σε σιτηρά, και δεν τα αφήνει να αναπτυχθούν. 2. μτφ., διχόνια: Ενσπείρει ζιζάνια. 3. αυτός που προκαλεί διχόνοια: Αυτό το ζιζάνιο θα τους βάλει πάλι να μαλώσουν. 4. ενοχλητικό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Parable of the Tares — Jesus tells the Parable of the Tares in the Gospel of Matthew and in the noncanonical Gospel of Thomas. It refers to the coming of the Son of Man, when angels will separate the evil ones ( tares or weeds) from the worthy (the wheat), and the evil … Wikipedia
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
αζουριά — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται διάφορα ζιζάνια που φυτρώνουν σε καλλιεργημένα χωράφια. Στην πραγματικότητα, όμως, ζιζάνια δεν υπάρχουν στη γεωργία, γιατί ένα φυτό μπορεί, ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκει ο καλλιεργητής, να είναι… … Dictionary of Greek
Wild rice — Indian rice redirects here. The wildflower Fritillaria camschatcensis is sometimes also called Indian rice or wild Rice . Wild Rice Scientific classification Kingdom: Pl … Wikipedia
плевелы — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ζιζάνια) растение Lolium temulentum, опьяняющий куколь … Словарь церковнославянского языка
плевелъ — ПЛЕВЕЛ|Ъ (26), А с. Сорняк, сорная трава: какъ останъкъ. ѥлиньскы˫а. ли иѹдеискы˫а зълобы въ истинѹ зьрѣлѹю пъшеницю въмѣсилъсѧ бѹдеть. ис корене ˫ако плевелъ да истьргнетьсѧ. (ζιζονιον) КЕ XII, 40а; бѣдно бо е(с). со пшеницею сѣѧти плевелi. (τὸ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Gleichnis vom Unkraut unter dem Weizen — Der Unkraut säende Feind. Mömpelgarder Altar Das Gleichnis vom Unkraut unter dem Weizen ist ein Gleichnis Jesu, das zu dem Sondergut des Matthäus gehört. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
cizaña — (Del bajo lat. zizania < gr. zizanion, cizaña.) ► sustantivo femenino 1 BOTÁNICA Planta gramínea de granos tóxicos, común en los prados y en los cultivos, que impide el crecimiento de los cereales. (Lolium temulentum.) SINÓNIMO borrachuela… … Enciclopedia Universal
αβοτάνιστος — η, ο [βοτανίζω] (για αγρούς) αυτός που δεν βοτανίστηκε, από τον οποίο δεν αφαιρέθηκαν τα αγριόχορτα, τα ζιζάνια … Dictionary of Greek