1 ζιγνις
Древнегреческо-русский словарь > ζιγνις
2 χαλκις
Древнегреческо-русский словарь > χαλκις
ζιγνίς — ζιγνίς, ίδος και ζυγνίς, ἡ (Α) είδος σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ζιγνίς — lizard fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγνίς — ζυγνίς, ίδος, η (Α) βλ. ζιγνίς … Dictionary of Greek