Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ζιγγίβερι

См. также в других словарях:

  • ζιγγίβερι — το (AM ζινγίβερις εως, ὁ, ἡ Μ και ζιγγίβερι και ζιτζίβερι και ζίγγιβερ, τὸ) κοινή σήμερα ονομασία είδους φυτού του ομώνυμου γένους, καθώς και τού ριζώματός του, που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ώς σήμερα στην μαγειρική, την ποτοποιία και… …   Dictionary of Greek

  • ζιγγίβερι — ζιγγίβερις Delph. fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τζίντζερ — το, Ν άκλ. βοτ. κοινή ονομασία τού πολυετούς ποώδους φυτού Zingiber officinale τού γένους ζιγγίβερι τής οικογένειας ζιγγιβερίδες, ιθαγενούς πιθανότατα τής νοτιοανατολικής Ασίας, καθώς και τού αρωματικού και με δριμεία γεύση ριζώματός του που… …   Dictionary of Greek

  • γιγγίβερι — το το ζιγγίβερι, το φυτό πιπερόρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ζιγγίβερι] …   Dictionary of Greek

  • ζιγγιβερέλαιο — το χημ. αιθέριο έλαιο που εξάγεται από τη ρίζα τού φυτού ζιγγίβερι και χρησιμοποιείται στην ποτοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. ζιγγίβερι + έλαιο] …   Dictionary of Greek

  • Ingber, der — Der Ingber, (im gem. Leb. Ingwer,) des s, plur. von mehrern Arten und Quantitäten, ut nom. sing. 1) Eigentlich, die getrocknete scharfe Wurzel einer Art des Cardamoms, welche so wohl in den Apotheken, als auch in den Küchen an die Speisen… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • κάρι — (I) κάρι, εως, τὸ (Α) κάρον*, κύμινο («ἀπὸ κάρεως ἀναθυμίασις», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάρον* κατά τα ουδ. ον. σε ι, εως που δηλώνουν φυτά (πρβλ. ζιγγίβερι, εως)]. (II) το σκόνη από διάφορα μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. curry <… …   Dictionary of Greek

  • πιπερόριζα — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού ζιγγίβερι, τού οποίου ο χυμός χρησιμοποιείται στην ποτοποιία …   Dictionary of Greek

  • τζίντζερ έιλ — το, Ν άκλ. (τροφ. τεχνολ.) αεριούχο αναψυκτικό που αρωματίζεται με καρύκευμα από ζιγγίβερι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ginger ale] …   Dictionary of Greek

  • τζεντζεφίλι — το, Ν βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού ζιγγίβερι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • τζιτζίμπερη — η, Ν βοτ. 1. το φυτό ζιγγίβερι 2. η ρίζα τού φυτού αυτού, από την οποία παράγεται αεριούχο ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ginger beer, ονομ. τού ποτού που παράγεται από το εν λόγω φυτό] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»