-
1 ζητάω
demanar -
2 άχορο(ν)
το солома;§ δεν τρώγω άχορα — я не дурак, я не простак;
ζητάω ( — или γυρεύω) ψύλλους στ' άχορα — искать блох, придираться к мелочам;
από κακό χρεοφειλέτη κι' ένα σακκί άχορα — погов, с паршивой овцы хоть шерсти клок
-
3 άχορο(ν)
το солома;§ δεν τρώγω άχορα — я не дурак, я не простак;
ζητάω ( — или γυρεύω) ψύλλους στ' άχορα — искать блох, придираться к мелочам;
από κακό χρεοφειλέτη κι' ένα σακκί άχορα — погов, с паршивой овцы хоть шерсти клок
-
4 ζητώ
(ε), ζητάω 1. μετ.1) искать, разыскивать; 2) просить, спрашивать;ζητώ άδεια (συγγνώμη) — просить разрешения (извинения);
3) требовать, отстаивать, добиваться;ζητώ τό δίκιο μου — отстаивать своё право, требовать своего;
4) перен. искать (чего-л.), стремиться (к чему-л.);ζητώ καυγά — искать ссоры;
ζητώ αφορμή γιά να... — искать повода к чему-л.;
2. αμετ. быть в состоянии течки (о животных):1) — иметь спрос, пользоваться спросом;ζητούμαι
2) τριτοπρόσ.:ζητείται — требуется;
ζητούνται εργάτες — требуются рабочие
См. также в других словарях:
ζητάω — / ζητώ, ζήτησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. ζητώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… … Dictionary of Greek
ζητώ — ζητώ, ζήτησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ζητάω Σημειώσεις: ζητώ, ζητούμαι : η κλίση κατά το θεωρώ είναι σπάνια, σε επίσημο ύφος λόγου και σε τυποποιημένες εκφράσεις όπως: ποιος τον ζητεί παρακαλώ; (σε τηλεφωνική συνομιλία), ή σε αγγελίες (ζητείται… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμβουλεύομαι — συμβουλεύομαι, συμβουλεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: συμβουλεύομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή. Το ρ. σημαίνει → ζητάω συμβουλή ή γνώμη, πληροφορία για κάτι (π.χ. συμβουλευτείτε το Χρυσό Οδηγό) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζητώ — και ζητάω ησα, ήθηκα, ζητημένος 1. ερευνώ, ψάχνω: Ζητάει να βρει το χαμένο του παιδί. 2. επιδιώκω, διεκδικώ: Ζητάς τα αδύνατα. – Ζητώ εκδίκηση. – Ζητώ μόνον αυτά που δικαιούμαι. 3. ζητιανεύω, θέλω κάτι από κάποιον: Ζητάει χρήματα από όλους. – Τι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)