1 ζιβύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζιβύνη
2 ζῆ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζῆ
ζηβήνη — ζηβήνη, ἡ (Α) βλ. ζιβύνη … Dictionary of Greek
ζιβύνη — ζιβύνη, ἡ (AM) (Α και ζηβύνη και ζηβήνη) σιδερένιο ακόντιο ή λόγχη (βλ. σιβύνη). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σιβύνη] … Dictionary of Greek