-
1 ζεφυρικος
-
2 ζεφυρικός
ζεφυρικός, dasselbe, πνεύματα, Theophr.; τὰ ζεφυρικά, dasselbe, Arist. meteor. 2, 6.
-
3 ζεφυρικός
ζεφυρικός, zephyrisch; τὰ ζεφυρικά, dasselbe -
4 ζεφυρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζεφυρικός
-
5 ζεφυρικά
ζεφυρικόςneut nom /voc /acc plζεφυρικά̱, ζεφυρικόςfem nom /voc /acc dualζεφυρικά̱, ζεφυρικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ζεφυρικόν
ζεφυρικόςmasc acc sgζεφυρικόςneut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ζεφυρικός — ή, ό (Α ζεφυρικός, ή, όν) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ζέφυρο … Dictionary of Greek
ζεφυρικά — ζεφυρικός neut nom/voc/acc pl ζεφυρικά̱ , ζεφυρικός fem nom/voc/acc dual ζεφυρικά̱ , ζεφυρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρικόν — ζεφυρικός masc acc sg ζεφυρικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)