-
1 ζευξίλεως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζευξίλεως
-
2 ζευκτὴς
A gloss on ζευξίλεως, Hsch. (prob. for ζευκτὸς λαός cod.); = junctor, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζευκτὴς
См. также в других словарях:
ζευξίλεως — ( ω), ὁ (Α) (για βασιλείς) αυτός που υποτάσσει τους λαούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζευξι (< ζεύγνυμι) + λεώς «λαός» (πρβλ. βροντησικέραυνος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)] … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek