-
1 ζευγιππης
См. также в других словарях:
ζευγίππας — ζευγίππᾱς , ζευγίππης masc acc pl ζευγίππᾱς , ζευγίππης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ζευγιππης
ζευγίππας — ζευγίππᾱς , ζευγίππης masc acc pl ζευγίππᾱς , ζευγίππης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)