Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ζαχρεῖος

См. также в других словарях:

  • ζαχρείος — ζαχρεῑος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη («ζαχρεῑος ὁδοῡ» αυτός που ψάχνει να βρει τον δρόμο, Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + χρεία «ανάγκη»] …   Dictionary of Greek

  • ζαχρεῖον — ζαχρεῖος very needy masc/fem acc sg ζαχρεῖος very needy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαχρεῖ' — ζαχρεῖα , ζαχρεῖος very needy neut nom/voc/acc pl ζαχρεῖε , ζαχρεῖος very needy masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαχρείων — ζαχρεί̱ων , ζαχρεῖος very needy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»