-
1 ζαχαρένιος
[захарэньбс] εκ. сахарный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζαχαρένιος
-
2 сахарный
ζαχαρένιοςσακχαρώδης· - ая болезнь{}диабет{}мед. о σακχαροδιαβήτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сахарный
-
3 сахарный
-
4 сахарный
са́харн||ыйприл ζαχαρένιος, σακχαρώδης:\сахарный завод ἐργοστάσιον ζαχάρεως, τό ζαχαρουργεῖο[ν]· \сахарный тростник τό ζα-χαροκάλαμο[ν]· \сахарныйая свекла τά ζαχαρότευτλα· \сахарный песок ἡ ψιλή ζάχαρη· \сахарныйая пу́дра ζαχαρόσκονη· \сахарныйая болезнь мед. ὁ ζαχαροδιαβήτης. -
5 сахарный
[σάχαρνυϊ] εκ. ζαχαρένιος -
6 сахарный
[σάχαρνυϊ] επ ζαχαρένιος -
7 сахарный
επ.της ζάχαρης•сахарный завод εργοστάσιο ζάχαρης•
-ое производство παραγωγή ζάχαρης•
-ая голова μεγάλο κομμάτι ζάχαρης (σχήματος σφαιρικού ή κωνοειδές)•
сахарный песок ψιλή ζάχαρη•
-ая пудра ζαχαρόσκονη άχνη.
|| ζαχαρένιος. || μτφ. γλυκός, ηδονικός. || μτφ. ευχάριστος• ικανοποιητικός.εκφρ.- ая болезнь – ο ζαχαροδιαβήτης.
См. также в других словарях:
ζαχαρένιος — α, ο 1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαράτος 2. μτφ. γοητευτικός, ευχάριστος, γλυκός. επίρρ... ζαχαρένια με γλυκό τρόπο, γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαστιχ ένιος, σοκολατ ένιος)] … Dictionary of Greek
ζαχαρένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από ζάχαρη: Έφερε στα παιδιά ζαχαρένια κουκλάκια. 2. μτφ., γλυκός: Ζαχαρένια χείλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
-ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… … Dictionary of Greek
ζαχαρωτός — ή, ό 1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαρένιος 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαρωτό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαράτο 3. το θηλ. ως ουσ. η ζαχαρωτή η ευρωτίαση, αρρώστια τού μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο… … Dictionary of Greek
σακχάρινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek