-
1 ζατω
-
2 ζητω
См. также в других словарях:
ζατώ — ζατῶ, όω (Α) (κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) 1. «φράζω» 2. μέσ. ζατοῡμαι, όομαι (κατά τον Ησύχ. «ζατήσασθαι αἰσθέσθαι» … Dictionary of Greek
ζατῶ — ζατόω pres subj act 1st sg ζατόω pres ind act 1st sg ζᾱτῶ , ζητέω seek pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζᾱτῶ , ζητέω seek pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)