-
1 ζατρεφης
См. также в других словарях:
ζατρεφής — ζατρεφής, ές (Α) καλοθρεμμένος, παχύς («ταύρων ζατρεφέων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. αρτι τρεφής, πολυ τρεφής] … Dictionary of Greek
ζατρεφής — well fed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζατρεφεῖς — ζατρεφής well fed masc/fem acc pl ζατρεφής well fed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζατρεφέα — ζατρεφής well fed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ζατρεφής well fed masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζατρεφές — ζατρεφής well fed masc/fem voc sg ζατρεφής well fed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζατρεφέας — ζατρεφής well fed masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζατρεφέες — ζατρεφής well fed masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζατρεφέων — ζατρεφής well fed masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δα- — (Α) μόριο προθεματικό, επιτατικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Το προθεματικό εμφατικό δα πιθανόν να είναι τύπος τής καθημερινής γλώσσας. Ισοδυναμεί με το επίσης εμφατικό διά (πρβλ. διαλγής «αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο»), αιολ. ζα (πρβλ. ζαφλεγής «περιφλεγής,… … Dictionary of Greek
ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… … Dictionary of Greek