Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ζατρεφής

См. также в других словарях:

  • ζατρεφής — ζατρεφής, ές (Α) καλοθρεμμένος, παχύς («ταύρων ζατρεφέων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. αρτι τρεφής, πολυ τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • ζατρεφής — well fed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζατρεφεῖς — ζατρεφής well fed masc/fem acc pl ζατρεφής well fed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζατρεφέα — ζατρεφής well fed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ζατρεφής well fed masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζατρεφές — ζατρεφής well fed masc/fem voc sg ζατρεφής well fed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζατρεφέας — ζατρεφής well fed masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζατρεφέες — ζατρεφής well fed masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζατρεφέων — ζατρεφής well fed masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δα- — (Α) μόριο προθεματικό, επιτατικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Το προθεματικό εμφατικό δα πιθανόν να είναι τύπος τής καθημερινής γλώσσας. Ισοδυναμεί με το επίσης εμφατικό διά (πρβλ. διαλγής «αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο»), αιολ. ζα (πρβλ. ζαφλεγής «περιφλεγής,… …   Dictionary of Greek

  • ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»