-
1 ζατόω
A = Φράζω, EM408.11, cf. Hsch.:—[voice] Med. with [tense] aor. [voice] Pass.,= αἰσθάνομαι, Id. s.v. ἐζατώθη, ἐζατωσάμην. [full] ζατράπης, v. σατράπης. -
2 σατράπης
A satrap, title of a Persian viceroy or governor of a province, X. Cyr.7.4.2, 8.6.3, SIG182.3 (iv B.C.), Men.897, etc. (in form [full] σαδράπας, IG12(2).645.18 (Nesus, iv B.C.); dat. pl. [full] σαδράπησιν [[pron. full] ?σατράπηςX?σατράπηςX-?σατράπηςX] Ἐφ. Ἀρχ. 1907.27 ([place name] Aranda)); of the five lords of the Philistines, LXX Jd.16.5, al.; of a Roman Governor, Philostr.VS1.22.3. (In Theopomp.Hist.103J. also [full] ἐξατράπης, and in Carian Inscrr. ἐξαιθραπεύω, ἐξαιτραπεύω (qq. v.); in Arr.Fr.10 J. [full] ξατράπης (cf. [full] ζατράπης (leg. ξα-) · ὁ βασιλεύς, Hsch.), which is nearer to the OPers. χšaθ rapāvan- lit. 'kingdom-protector'.)2 cant word for a rich man, 'nabob', Alex.116.8 (pl.);σ. ἐκ πένητος Luc.Nigr.20
.3 as culttitle of a god, IGRom.3.1059 (Maad, i B.C.), Paus.6.25.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σατράπης
См. также в других словарях:
ζατράπης — ζατράπης, ὁ (Α) βλ. σατράπης … Dictionary of Greek
σατράπης — Διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. Παράλληλα προς τα διοικητικά του καθήκοντα ο σ. είχε και δικαστικές εξουσίες και φρόντιζε επίσης για τη συγκέντρωση και την αποστολή στο «μέγα βασιλέα» των φόρων της σατραπείας του. Επιπλέον ήταν… … Dictionary of Greek