Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ζακόρος

См. также в других словарях:

  • ζάκορος — ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ) νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.) μσν. (το ουδ.) ζάκορον (κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα* + κόρος (< κορώ… …   Dictionary of Greek

  • Ζάκορος — attendant in a temple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάκορος — attendant in a temple masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζακόροιο — Ζάκορος attendant in a temple masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζακόροιο — ζάκορος attendant in a temple masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζακόρου — Ζάκορος attendant in a temple masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζακόρου — ζάκορος attendant in a temple masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζακόρους — Ζάκορος attendant in a temple masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζακόρους — ζάκορος attendant in a temple masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζακόρων — Ζάκορος attendant in a temple masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζακόρων — ζάκορος attendant in a temple masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»