-
1 ζακρυόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζακρυόεις
-
2 ζακρυόεις
Grammatical information: adj.Meaning: adjunct of θάνατος (Alc. Supp. 12, 8 = LP B 2a 8), prob. for δακρυόεις `with many tears' at the same time referring to κρυόεις;Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: See on ζά and Risch Mus. Helv. 3, 253ff.Page in Frisk: 1,608Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζακρυόεις
-
3 ζακρυόεντος
ζακρυόειςvery numbing: masc /neut gen sg -
4 ζα
ζαGrammatical information: `very'Meaning: mostly strengthening in ep. compp. like ζαής (s. v.), ζά-θεος `very godlike, saint', ζά-κοτος `very angry', Ζά-λευκος PN.Other forms: Aeolic form of διά,Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: While for ζα- under unknown conditions δα- occurs, we find through inverse writing (or pronunciation?) also ζα- for expected δα-, e. g. in ζά-πεδον for δά-πεδον, ζα-κόρος for *δα-κόρος, prob. alo in ζακρυόεις; s. v. - Schwyzer 330f., Schwyzer-Debrunner 449, Chantraine Gramm. hom. 1, 169; further Risch Mus. Helv. 3, 255 n. 2.Page in Frisk: 1,606Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζα
См. также в других словарях:
ζακρυόεις — ζακρυόεις, εσσα, εν (Α) κρύος, κρυερός, παγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το δακρυόεις* (πρβλ. ζάπεδο αντί δάπεδο, ζακόρος αντί *δακόρος), ενώ πρόκειται απλώς για σύνθετη λέξη από το επιτατικό ζα* και το κρυόεις* (< κρύος*)] … Dictionary of Greek
ζακρυόεντος — ζακρυόεις very numbing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… … Dictionary of Greek
ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… … Dictionary of Greek