Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ζήτω!

  • 101 извинение

    ουδ.
    1. συγγνώμη, συγχώρεση•

    прошу -я за беспокойство ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση.

    2. δικαιολογία•

    болезнь служит ему -ем αυτός προβάλλει την αρρώστεια σαν δικαιολογία.

    Большой русско-греческий словарь > извинение

  • 102 искать

    ищу, ищешь, μτχ. ενστ. ищущий, επίρ. μτχ. ища ρ.δ.
    1. ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ, αναγυρεύω•

    искать книгу γυρεύω το βιβλίο•

    искать работу ψάχνω (να βρω) δουλειά• искать кого-н. глазами ψάχνω να δω κάποιον•

    искать место ψάχνω θέση•

    в нем все ищут τον αναζητούν όλοι.

    || ενάγω, μηνύω, εγκαλώ.
    2. προσπαθώ, επιδιώκω, επιζητώ. || καταζητώ (για σύλληψη)•
    3. γαλιφίζω, κολακεύω, γλύφω, καλοπιάνω.
    εκφρ.
    искать чьей рукиπαλ. ζητώ το χέρι κάποιας (τη συγκατάθεση για γάμο).
    ερευνούμαι• αναζητούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > искать

  • 103 испросить

    -ошу, -осить, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испрошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ. παλ. ζητώ•

    испросить разрешение ζ|ητώ άόεια.

    Большой русско-греческий словарь > испросить

  • 104 исходатайствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) ζητώ, πετυχαίνω κατορθώνω να πάρω παρακαλώντας•

    исходатайствовать пенсию κατορθώνω να πάρω σύνταξη.

    || φροντίζω να δοθεί να πάρει.

    Большой русско-греческий словарь > исходатайствовать

  • 105 милостыня

    θ.
    ελεημοσύνη•

    просить -ю ζητώ ελεημοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > милостыня

  • 106 милость

    θ.
    1. καλοσύνη, αγαθότητα, φιλανθρωπία. || συμπόνια, οίκτος, λύπη• έλεος, ευσπλαχνία•

    по -и Божией παλ. ελέω θεού•

    по -и ή из -и από οίκτο (λύπη).

    || χάρη•

    просить -и ζητώ (να μου δοθεί) χάρη.

    2. αγαθοεργία, ευεργεσία. || ελεημοσύνη.
    3. εύνοια, εμπιστοσύνη•

    быть у кого в -и έχω την εμπιστοσύνη•

    выйти из -и χάνω την εμπιστοσύνη.

    εκφρ.
    по -и – α) χάρη σε κάποιον, β) από φταίξιμο κάποιου•
    ваша милость – η χάρη σας•
    - ью Божиейπαλ. θείο δώρο, θεϊκό χάρισμα (για ταλέντο)•
    милость просим (прошу) – σας παρακαλώ•
    сделайте милость – α) κάντε μου τη χάρη. β) παρακαλώ•
    скажите на милость – πέστε μου παρακαλώ•
    сдаваться на милость победителя – παραδίνομαι στο έλεος του νικητή.

    Большой русско-греческий словарь > милость

  • 107 молить

    молю, молишь
    ρ.δ. παρακαλώ, ικετεύω.
    εκφρ.
    Бога молить за кого – παρακαλώ το Θεό για κάποιον•
    молить о пощаде – ζητώ έλεος.
    1. προσεύχομαι.
    2. προσκυνώ. || λατρεύω, θαυμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > молить

  • 108 осудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осужденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.
    1. καταδικάζω•

    осудить преступника καταδικάζω τον εγκληματία•

    заочно осудить καταδικάζω ερήμην.

    2. κατακρίνω, αποδοκιμάζω•

    все осудили его по-ведние όλοι κατέκριναν τη συμπεριφορά του.

    3. προκαθορίζω•

    рок их -ил на разлуку η μοίρα τους καταδίκασε σε χωρισμό.

    εκφρ.
    не -иπαλ. συγχώρησε με, συγγνώμη σου ζητώ.

    Большой русско-греческий словарь > осудить

  • 109 пардон

    παλ.
    1. επιφ. συγγνώμη, παρντόν.
    2. ουσ. пардон
    -у συγγνώμη, συγχώρηση• προ•

    пардон сить -у ζητώ συγγνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > пардон

  • 110 перед

    κ. передо πρόθ. με οργν.
    1. μπροστά, εμπρός, ενώπιον, έμπροσθεν, προ•

    он стойл передо мной αυτός καθότανε μπροστά μου•

    перед ним вдруг появился его отец μπροστά του ξαφνικά εμφανίστηκε ο πατέρας του•

    не отступать перед трудностями δεν υποχωρώ μπροστά στις δυσκολίες•

    извиниться перед учителем ζητώ συγγνώμη από το δάσκαλο•

    он ничто перед ним αυτός δεν είναι τίποτε μπροστά σ αυτόν.

    2. πριν, προ, προτού•

    это было перед моим поступлением в школу αυτό συνέβηκε πριν αρχίσω να πηγαίνω στο σχολείο•

    перед замужеством πριν την παντρεί,ά•

    перед едой принимала лекарство αυτή πριν το φαγητό έπαιρνε φάρμακο.

    || νωρίτερα, πρωτύτερα, προηγούμενα•

    он приехал перед нами αυτός ήρθε νωρίτερα από μας.

    3. προς, για•

    долг перед родиной το καθήκο προς την πατρίδα.

    Большой русско-греческий словарь > перед

  • 111 повиниться

    ρ.σ. παραδέχομαι το σφάλμα μου ζητώ συγγνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > повиниться

  • 112 подговорить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подговоренный, βρ: -рен, -рена, -рено
    προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ, παροτρύνω.
    ζητώ με τρόπο να μου δοθεί, να αποκτήσω.

    Большой русско-греческий словарь > подговорить

  • 113 позволение

    ουδ.
    άδεια, έγκριση•

    уехать без -я φεύγω χωρίς άδεια•

    просить -я ζητώ άδεια•

    дать позволение δίνω άδεια.

    || επιτρέπω•

    получить позволение παίρνω άδεια.

    εκφρ.
    с -я сказать – (παρνθ. λ.) με την άδεια σας να πω, επιτρέψτε μου να πω.

    Большой русско-греческий словарь > позволение

  • 114 попрашивать

    ρ.δ. ζητώ πότε-πότε.

    Большой русско-греческий словарь > попрашивать

  • 115 пощада

    θ.
    έλεος, οίκτος, λύπη, λύπηση•

    просить -ы ζητώ έλεος•

    без -ы αλύπητα•

    никакой -ы врагам καμιά λύπηση στους εχθρούς.

    Большой русско-греческий словарь > пощада

  • 116 прощение

    ουδ.
    συγχώρηση, συγγνώμη. || απαλλαγή από χρέος• άφεση.
    εκφρ.
    прошу -я – ζητώ συγγνώμη•
    прощение грехов – άφεση (συγχώρηση) αμαρτιών.

    Большой русско-греческий словарь > прощение

  • 117 ради

    πρόθ. με γεν.
    1. χάρις, χάριν, για, δια, προς•

    не для себя, а ради общей пользы όχι για τον εαυτό μου, αλλά για το κοινό όφελος•

    сего, того ради χάριν αυτού, εκείνου• χάριν του ενός, χάριν του άλλου•

    ради дела χάριν της υπόθεσης•

    ради него για χατήρι του.

    2. για όνομα, εν ονόματι, στο όνομα•

    просить христа ради ζητώ στο όνομα του Χριστού•

    ради дружбы στο όνομα (χάριν) της φιλίας.

    3. λόγω, ένεκα•

    ради развлечения για διασκέδαση•

    шутки ради χάριν αστειότητας•

    ради смеха για γέλιο.

    4. γιατί,για ποιο λόγο, σκοπό, για ποια αιτία, προς τι•

    чего ради ты пошл туда? γιατί πήγες εκεί;•

    его простили ради молодости τον συγχώρησαν γιατί ήταν νέος.

    Большой русско-греческий словарь > ради

  • 118 рекламировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. διαφημίζω, ρεκλαμάρω.
    διαφημίζομαι, ρε-κλαμάρομαι.
    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. απαιτώ, ζητώ, εξαιτούμαι• αξιώνω σαν δικό μου.
    απαιτούμαι, ζητούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > рекламировать

  • 119 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 120 содействие

    ουδ.
    συνδρομή, βοήθεια, αρωγή• συμπαράσταση•

    просить -я ζητώ βοήθεια•

    оказать содействие παρέχω βοήθεια•

    при -и με τη βοήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > содействие

См. также в других словарях:

  • ζητώ — και ζητάω ησα, ήθηκα, ζητημένος 1. ερευνώ, ψάχνω: Ζητάει να βρει το χαμένο του παιδί. 2. επιδιώκω, διεκδικώ: Ζητάς τα αδύνατα. – Ζητώ εκδίκηση. – Ζητώ μόνον αυτά που δικαιούμαι. 3. ζητιανεύω, θέλω κάτι από κάποιον: Ζητάει χρήματα από όλους. – Τι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητώ — ζητώ, ζήτησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ζητάω Σημειώσεις: ζητώ, ζητούμαι : η κλίση κατά το θεωρώ είναι σπάνια, σε επίσημο ύφος λόγου και σε τυποποιημένες εκφράσεις όπως: ποιος τον ζητεί παρακαλώ; (σε τηλεφωνική συνομιλία), ή σε αγγελίες (ζητείται… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • ζήτω — επιφών. (προστ. του ζω) 1. να ζήσει: Ζήτω το έθνος. 2. ζήτω, το πληθ. τα ζήτω ζητωκραυγή: Δονήθηκε η ατμόσφαιρα από τα ζήτω, μόλις εμφανίστηκε ο αρχηγός τους. 3. φρ., «Ούτε για ζήτω δεν κάνει», δεν έχει καμιά αξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζήτω — (AM ζήτω) ας ζήσει, ας ζήσουν νεοελλ. (επιφώνημα επιδοκιμασίας) 1. εύγε, μπράβο 2. φρ. α) «θα μάς φωνάξουν ζήτω» θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό β) «ούτε για ζήτω δεν κάνει» είναι ανάξιος λόγου 3. ως ουσ. το ζήτω η ζητωκραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. ζή τω,… …   Dictionary of Greek

  • ζητῶ — ζητέω seek pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζητέω seek pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζήτω — Ζήτης masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήτω — ζάω pres imperat act 3rd sg (attic epic ionic) ζέω boil pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίβα — ζήτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. viva «ζήτω» (γ πρόσ. υποτ. ενεστ. του vivere < λατ. vivo «ζω»)] …   Dictionary of Greek

  • θεοκαλώ — ζητώ τη βοήθεια τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + καλώ] …   Dictionary of Greek

  • χαλεύω — ζήτω, αναζητώ κάτι, ψάχνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»