-
121 θύελλα
θύελλα, ἡ (ϑύω), Sturm, Wirbelwind; oft bei Hom., auch ἀνέμοιο ϑ. u. ἀνέμων ϑ., Od. 5, 316. 10, 54, wie Eur. Cyel. 109; ποντία Soph. O. C. 1656; ein wegreißender, entraffender, Πανδαρέου κούρας ἀνέλοντο ϑύελλαι Od. 20, 66; τοὺς δ' αἶψ' ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε ϑ. 10, 47; πάντα συναρπάσας ϑύελλ' ὅπως βέβηκας Soph. El. 1140. Uebertr., ἄτης ϑ. Aesch. Ag. 793. Aber πυρὸς ϑύελλα, Od. 12, 67, scheint Sturm mit Blitzen zu sein; vgl. jedoch φλογὶ ἶσοι ἠὲ ϑυέλλῃ, Il. 13, 39, u. ἴκελοι πυρὶ ἠὲ ϑ., Hes. Sc. 345.
-
122 λαμπάς
λαμπάς, άδος, ἡ, 1) die Fachel, Leuchte, φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη Aesch. Spt. 433; αἴϑουσι πᾶσαν νύκτα λαμπάδας πυρός Eur. Rhes. 95; λαμπάδος σέλας Soph. Tr. 1198; Her. u. Folgende, wie Thuc. 3, 24. Bes. ein mit der Fackel gegebenes Feuerzeichen, φυλάσσω λαμπάδος τὸ σύμβολον Aesch. Ag. 8, öfter; Ar. Ran. 340. – 2) der Fackellauf, wie λαμπαδηδρομία, Her. 6, 105; so λαμπάδας ἄγουσιν Ἀϑηναῖοι Παναϑηναίοις, Ἡφαιστείοις, Προμηϑείοις, B. A. 277; λαμπάδα τρέχειν, Ar. Vesp. 1202; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων τῇ ϑεῷ Plat. Rep. I, 328 a; darauf bezieht sich Legg. VI, 776 b καϑάπερ λαμπάδα τὸν βίον παραδιδόντες ἄλλοις ἐξ ἄλλων. Vgl. Xen. Vectig. 4, 52. So auch γεγυμνησιάρχηκε λαμπάδι, Is.; u. λαμπάδι νενικηκώς, Andoc. 4, 42; vgl. Ep. ad. 122 ( App. 230). – 3) übertr. von der Sonne, οὐκέτι μοι τόδε λαμπάδος ἱερὸν ὄμμα ϑέμις ὁρᾶν Soph. Ant. 870; vgl. Eur. Suppl. 991; dah. ἡ 'πιοῠσα, d. i. der Tag, Eur. Med. 352; vom Blitz, λαμπάσι κεραυνίοις δαμασϑείς Suppl. 1011, öfter. – Auch ein fackelähnliches Feuerzeichen am Himmel, Arist. mund. 4; λαμπὰς καιομένη κατὰ τὸν οὐρανόν D. gie. 16, 66. – Von der Oellampe, N. T. – Soph. braucht es auch adjectivisch, λαμπάσιν ἀκταῖς, fackelhell, O. C. 1052.
-
123 θηράω
θηράω, fut. ϑηράσομαι (die Atticisten verwerfen ϑηράσω, welches Soph. Phil. 946 Xen. Cyr. 1, 4, 16 An. 4, 5, 24 u. öfter steht), Wild ( ϑήρ) jagen, fangen, ϑηρία, λαγώς, σφῆκας, Xen. Cyr. 1, 9, 10 An. 4, 5, 24 Hell. 4, 2, 12 u. A. ( Plat. nicht); Aesch. setzt ἥμαρτον ἢ ϑηρῶ τι gegenüber, Ag. 1167, vgl. πρὸς ἄτης ϑηραϑεῖσαι Prom. 1074. Häufig von Menschen, ihnen nachstellen, sie fangen, Xen. An. 5, 1, 9, auch in gutem Sinne, ἀγαϑοῖς λόγοις καὶ ἔργοις Cyr. 2, 4, 10; Ἀλκιβιάδη ς διὰ κάλλος ὑπὸ γυναικῶν ϑηρώμενος Mem. 1, 2, 24; φίλους ibd. 3, 11, 7; πόλιν Aesch. Pers. 229. Uebertr., nachjagen, eifrig wonach streben, τυραννίδα Soph. O. R. 542, τἀμήχανα Ant. 92, ὄλβον Xen. Cyr. 4, 2, 20; auch γαμεῖν Eur. Hel. 63. – Med. in derselben Bdtg, τὰς ἐγχέλεις, Ar. Equ. 861, οἱ ϑηρώμενοι, die Jäger, Xen. Cyn. 11, 2; bes. übertr., πυρὸς πηγήν Aesch. Prom. 109; Soph. Ai. 2 Phil. 995; Eur. Hipp. 919, λαβεῖν Hel. 545; Anazil. Ath. XIII, 558 c; τὴν ὑγιείην ἐμέτοισι Her. 2, 77; δόξαν Dem. 61, 21; Isocr. 10, 59; – ϑηρατέος, zu erjagen, Soph. Phil. 116; ϑηρατός, zu erfassen, Sp.
-
124 λάμπω
λάμπω, perf. λέλαμπα, λάμπεσκον, Theocr. 24, 19. 25, 141, – 1) leuchten, glänzen (vgl. λαμπετάω), vom Glanze der Waffen, oft mit dem Blitz verglichen, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥςτε στεροπή, Il. 10, 154. 11, 66, u. der Augen, ὀφϑαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον, 13, 474; vom Blitze, λάμπων πυρὶ κεραυνός Ar. Nubb. 395; von der Sonne, ἔλαμψε Τ, τάν Anacr. 44, 6; ἥλιος, ἠώς, Eur. Ion 83 I. A. 158; vom Feuer, ἐκ δὲ ϑυμάτων Ἥφαιστος οὐκ ἔλαμψεν Soph. Ant. 994, wie οὐδ' ἔτι πῦρ ἐπὶ βώμων λέλαμπεν Eur. Andr. 1025; λέλαμπεν Ἴλιος Ir. 1295; von Fackeln, πεῦκαι, Mel. 1477. – So auch im med., κόρυϑος λαμπομένης, Il. 16, 71, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων, 18, 492, χαλκὸς ἐλάμπετο εἴκελος αὐγῇ, 22, 134; vgl. Hes. Sc. 60; Eur. Med. 1194 u. sp. D.; seltener in Prosa, σκηπτὸς ἔδοξε πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἐκ τούτου λάμπεσϑαι πᾶσαν Xen. An. 3, 1, 11; λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος Luc. Asin. 51, wo man es auch pass. fassen kann, da Eur. das Wort auch trans. braucht, leuchten, erglänzen lassen, ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικόρυφον σέλας Phoen. 226, δόλιον ἀστέρα λάμψας I. A. 1131, was spätere Dichter nachahmen, wie Antp. Thess. 13 (VI, 249) λάμψω φέγγος. – 2) Uebertr. vom Ruhm, hervorglänzen, λάμπει κλέος Pind. Ol. 1, 23, ἀρετά I. 1, 22, wie Eur. ἁ δ' ἀρετὰ καὶ ϑανοῠσα λάμπει, Andr. 777; ähnlich Soph. κἀμὲ ἄστρον ἃς λάμψειν ἔτι, El. 66, παιὰν δὲ λάμπει, O. R. 187, wie φάμα, 475, u. öfter von der Stimme (vgl. λαμπρός). – Von der Schönheit, Plat. Phaedr. 250 d.
-
125 οὔ-σε
οὔ-σε, 1) und nicht; ἃς οὐκ ἔστ' ἐμὲ καὶ σὲ φιλήμεναι οὔ τέ τι νῶϊν ὅρκια ἔσσονται, Il. 22, 265, womit man Aesch. Pers. 580 οὐκ ἔτι δασμοφοροῦσιν – οὔτ' ἐς γᾶν προπιτνοῦντες ἄρξονται u. einzelne andere Stellen vgl., s. anch am Ende. – 2) gew. aber οὔτε – οὔτε, zwei oder mehrere gleichstehende Satzglieder verneinend u. verbindend, weder – noch, die dann immer in wechselseitiger Beziehung auf einander stehen, Hom. u. Folgde überall; οὔτε ϑαλάσσης κῦμα τόσον βοάᾳ, οὔτε πυρὸς τόσσος γε πέλει βρόμος, οὔτ' ἄνεμος τόσσον γε ἠπύει, ὅσση ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνή, Il. 14, 394 ff.; οὔτε ϑεῶν τις, οὔτ' ἀνϑρώπων, 1, 548; an ein einzelnes οὐ sich anschließend, 6, 450 ff.; οὔτε γὰρ ϑεοὶ κοιρανέοισιν χορούς, οὔτε δαῖτας, Pind. Ol. 14, 8, wo οὔτε vor χορούς stehen und der Satz mit οὐ γάρ anfangen sollte; οὔτ' εἶδος, οὔτε ϑυμόν, οὔϑ' ὅπλων σχέσιν μωμητός, Aesch. Spt. 489, vgl. 646 ff.; οὔτε ἀνϑρώποις, οὔτε ϑεοῖς οὔτε ἔστιν, οὔτε ἔσται, Plat. Phaedr. 241 c, u. sonst. – Zu bemerken ist, daß sich zuweilen auf ein vorangehendes οὔτε ein τέ bezieht (wohin nicht zu rechnen Eur. Hipp. 302, οὔτε γὰρ τότε λόγοις ἐτέγγεϑ' ἥδε, νῦν τ' οὐ πείϑεται, wo τ' οὐ für οὔτε steht), wodurch die beiden Satzglieder auch gleichgestellt werden, aber die veränderte Struktur immer einen besonderen Nachdruck auf das positive Glied wirst; οὔτ' ἂν εἰςιδεῖν τάδε ἔχρῃζον, εἰςιδοῦσά τ' ἠλγύνϑην κέαρ, Aesch. Prom. 244, vgl. 260; κοὔτε σύμβουλον δέχει, ἐάν τε νουϑετῇ τις, στυγεῖς, Soph. Phil. 1305; τὸν οὔτε πρὶν νήπιον, νῦν τ' ἐν ὅρκῳ μέγαν αἴδεσαι, der jetzt aber sogar, O. R. 653; El. 342 u. öfter; u. in Prosa, οὔτε γὰρ οἱ βάρβαροι ἄλκιμοί εἰσι, ὑμεῖς τε τὰ εἰς τὸν πόλεμον ἐς τὰ μέγιστα ἀνήκετε, Her. 5, 49, vgl. 7, 8, 1; οὔτε τἄλλα οἶμαι κακὸς εἶναι, φϑονερός τε ἥκιστ' ἂν ἀνϑρώπων, wie cum – tum, Plat. Prot. 361 e, vgl. Crat. 410 a Rep. VIII, 566 e; οὔτε διενοήϑην πώποτε ἀποστερῆσαι, ἀποδώσω τε, Xen. An. 7, 7, 48; u. mit größerer Anakoluthie, ὅτι οὔτε τῶν τέκνων στερήσοιτο, τήν τε οἰκίαν αὐτοῦ ἀντεμπλήσαντες τῶν ἐπιτηδείων ἀπίασιν, 4, 5, 28, vgl. 4, 3, 6; ähnlich folgt geradezu δέ, als würde ein neuer Satz dem vorigen entgegstzt, ἐκεῖ μὲν οὔτε πλοῖά ἐστιν οἷς ἀποπλευσούμεϑα· μένουσι δὲ αὐτοῦ οὐδὲ μιᾶς ἡμέρας ἔστι τὰ ἐπιτήδεια, An. 6, 1, 16, wo οὔτε nur auf das Correspondiren der beiden Satzglieder aufmerksam machen soll, als hieße der Satz οὔτε ἐκεῖ πλοῖα, οὔτε αὐτοῦ ἐπιτήδεια, das Hervorheben des Gegensatzes zwischen ἐκεῖ μέν und μένουσι δ' αὐτοῦ wichtiger schien, und wie Krüger richtig bemerkt, wenn τέ stehen sollte, es τά τε ἐπιτήδεια heißen müßte, vgl. 5, 9, 26; Plat. Rep. III, 388 e, οὔτε ἄρα ἀνϑρώπους ἀξίους λόγου κρατουμένους ὑπὸ γέλωτος ἄν τις ποιῇ ἀποδεκτέον, πολὺ δὲ ἧττον, ἐὰν ϑεούς; Soph. Trach. 1141. – Selten ist οὔτε – καί, Eur. I. T. 578; οὔτε – ἀλλά, D. Hal. iud. Thuc. 29, 5, u. ἀλλὰ καί, Plut. Thes. 26. – Eine andere Abweichung ist, daß οὐδέ nach einem vorangehenden οὔτε eintritt, οὔτ' εἴ τι μῆκος τῶν λόγων ἔϑου πλέον, ϑαυμάσας ἔχω, οὐδ' εἰ πρὸ τοὐμοῦ προὔλαβες τὰ τῶνδ' ἔπη, O. C. 1143, wie Plat. Apol. 19 d; Xen. Cyr. 1, 6, 6 (s. οὐδέ), weder – noch auch. – Zuweilen wird auch in kurzen Satzgliedern das erste οὔτε ausgelassen, ἄδικον οὔϑ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, Pind. P. 6, 48; Πάρις γὰρ οὔτε συντελὴς πόλις ἐξεύχεται, Aesch. Ag. 518, wo wir es noch auch übersetzen müssen, wenn wir nicht weder hinzusetzen wollen. Anders sind die Fälle zu beurtheilen, wo im ersten Satzgliede οὐ steht und darauf οὔτε folgt, ἀλλ' οὐκ ἐκ σέϑεν ᾠκτείρεϑ' οὗτος, οὔϑ' ὁ γεννήσας πατήρ, Soph. El. 1404, wo durch das οὔτε nachträglich ein Gleichsetzen mit dem vorigen Satzgliede ausgedrückt wird, s. 1.
-
126 αὐγή
αὐγή, ἡ, 1) Glanz, Schimmer, πυρός Od. 6, 305; Aesch. Ag. 9; ἠελίου Il. 16, 188; Aesch. Pers. 696; Pind. Ol. 3, 25 u. sonst öfter; ὑπ' αὐγὰς ἠελίοιο φοιτῶσι ὄρνιϑες Od. 2, 181, unter der Sonne leben; ζώειν 15, 340; ohne Zusatz ist ὑπ' αὐγὰς ἠελίοιο auf der Erde, Ggstz zur Unterwelt, 11, 498; vgl. 619; bei Nic. Th. 275 sind ἐννέα αὐγαὶ ἠελίοιο 9 Tage; ὑπ' αὐγὰς ἰδεῖν, genau, bei Lichte betrachten, Plat. Phaedr. 268 a; ϑεωρεῖν Ar. Th. 500; ἄγειν, ans Licht ziehen, Ael.; Pind. sagt δυσμαὶ αὐγᾶν, Untergang der strahlenden Sonne, I. 3, 83; übertr., βίου δύντος Aesch. Ag. 1094. Vom Blitz, Il. 13, 244; βροντᾶς αὐγαί Soph. Phil. 1184. – 2) wie Plat. αὐγῆς τὰ ὄμματα μεστά Rep. VIII, 516 a; τίς σ' ἐτύφλωσεν; τίς ἀφείλετο λαμπάδος αὐγάς; p. bei D. L. 7, 163; Soph. ὀμμάτων αὐγαί Ai. 70; Eur. Phoen. 1357 u. öfter; αὐγαί die Augen, Rhes. 737 u. Sp. D., wie Nic. Al. 442.
-
127 νᾱμα
νᾱμα, τό, das Fließende, der Quell, das Naß; Aesch. Prom. 808; Κασταλίας, Soph. Ant. 1117; Δίρκης, Eur. Phoen. 102; ποτάμιον, Cycl. 98; auch πυρός, Med. 1187; von den Thränen, δακρύων ῥήξασα ϑερμὰ νάματα, Soph. Tr. 915; ὄσσων Eur. Herc. Fur. 625; νᾶμα βάκχιον, Ar. Eccl. 14 u. sp. D., wie νᾶμα Βρομίου, Anacr. 44, 11; u. in Prosa, wie Plat. ἄφϑονα κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα, Critia. 111 d; τὰ ἐκ Διὸς ἰόντα νάματα, Regen, Legg. VIII, 844 b; u. übertr., τὸ λόγων νᾶμα κάλλιστον καὶ ἄριστον πάντων ναμάτων, Tim. 75 e; ἐξ ἀλλοτρίων ποϑὲν ναμάτων διὰ τῆς ἀκοῆς πεπληρῶσϑαι, Phaedr. 235 c; Sp., Luc. Herm. 60; Plut. öfter.
-
128 αἰθαλέος
αἰθαλέος, russig, πρηστῆρες Ap. Rh. 4, 777; πυρὸς ῥιπαί Ep. ad. 678 (VII, 48), d. i. wohl: brennend. – Von der Farbe, Nic. Th. 750.
См. также в других словарях:
πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… … Dictionary of Greek
πυρός — πῦρ fire neut gen sg πῡρός , πυρός wheat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γη του Πυρός — (ισπαν. Tierra del Fuego, Onasin στη διάλεκτο των ντόπιων ιθαγενών ‘Oνας). Αρχιπέλαγος (73.753 τ. χλμ.) της Νότιας Αμερικής, μεταξύ του Ειρηνικού ωκεανού στα Δ και του Ατλαντικού στα Α, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική ξηρά από το Στενό του… … Dictionary of Greek
Κᾶν με χρῆ, διὰ τοῦ πυρὸς Ἐθέλω βαδίζειν. — См. Сквозь огонь и воду … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
огньныи — (238) пр. 1.Огненный, горящий огнем, пылающий: си рѣкѧ всѧ смольна. а вълны ѥ˫а всѧ огньны. СбТр XII/XIII, 34 об.; тъ въвьрженъ бѹдеть въ пещь ѡгньнѹ. ПрЛ 1282, 96а; внезапѹ же вѣтръ припадъ. огньныи пламень. на чюж(д)ю нивѹ… принесе. (τὴν τοῦ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
ολιγόπυρος — (I) ὀλιγόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει λίγους κόκκους σίτου («στάχυς μικρὸς καὶ ὀλιγόπυρος», Θεόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. πολύ πυρος)]. (II) ὀλιγόπυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek