-
1 Ζαγρος
ὁ Загр(ос) (горная цепь между Ассирией, Арменией и Мидией) Polyb. -
2 ζάγρος
ζάγροςbarefoot: masc nom sg -
3 ζάγρον
ζάγροςbarefoot: masc acc sgζάγροςbarefoot: neut nom /voc /acc sg -
4 ζάγρου
ζάγροςbarefoot: masc /neut gen sg -
5 ζάγρα
ζάγρᾱ, ζάγραfem nom /voc /acc dualζάγρᾱ, ζάγραfem nom /voc sg (attic doric aeolic)ζάγροςbarefoot: neut nom /voc /acc plζάγρᾱ, ζάγροςbarefoot: fem nom /voc /acc dualζάγρᾱ, ζάγροςbarefoot: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
6 Ζαρκαιον
-
7 ζάγρη
ζάγραfem nom /voc sg (epic ionic)ζάγροςbarefoot: fem nom /voc sg (epic ionic) -
8 ζάγρω
-
9 ζάγρῳ
-
10 ζάγρη
-
11 Ζαγρεύς
Grammatical information: m.Meaning: N. of an old god, perh. of the Underworld, later identified with Dionysos ( Alkmaionis Fr. 3 Kinkel, A. Fr. 228, E. Fr. 472, 11 a. o.); also Ζαγραῖος (Orph. Fr.210; lit. in Kern ad loc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: If to the name of the mountain Ζάγρος (Anatolia), Ζαγρεύς is without a doubt Pre-Greek (cf. Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 60 n. 1). Cf. on the other hand ζάγρη βόθρος, λάπαθον (`pitfall for wild beasts') H., which could be explained as backformation from Dor.-Nordwestgr. *ζᾱγρέω = ζωγρέω (on the phonetics s. Schwyzer 250; thus Chantraine l. c.. 44 n. 1). But it is not clear why the god would have been thus called; a suggestion in Boßhardt Die Nom. auf - ευς 99f. Not with v. Wilamowitz Glaube 1, 250 (after Hoffmann Dial. 2, 237 and Et. Gud. 227, 37) from ζ-αγρεύς = *δι-αγρεύς as "the perfect hunter". - On Ζαγρεύς Nilsson Gr. Rel. 1, 686 n. 1. Guthrie, Orpheus 113 thinks it is a Cretan god. Also Gantz, Early Greek Myth 1993, 118f.Page in Frisk: 1,607Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ζαγρεύς
См. также в других словарях:
ζάγρος — barefoot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάγρος — (Zagros). Ορεινό συγκρότημα (ψηλότερη κορυφή 4.432 μ.) της δυτικής Ασίας, που ορίζει από τα Δ και τα Ν το ιρανικό οροπέδιο. Εκτείνεται από την Αρμενία έως το Βελουχιστάν και δεσπόζει του βαθυπέδου της Μεσοποταμίας, του Περσικού κόλπου και του… … Dictionary of Greek
ζάγρον — ζάγρος barefoot masc acc sg ζάγρος barefoot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάγρου — ζάγρος barefoot masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάγρῳ — ζάγρος barefoot masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
ζάγρα — ζάγρᾱ , ζάγρα fem nom/voc/acc dual ζάγρᾱ , ζάγρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ζάγρος barefoot neut nom/voc/acc pl ζάγρᾱ , ζάγρος barefoot fem nom/voc/acc dual ζάγρᾱ , ζάγρος barefoot fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЗАГР — • Zagrus, Ζάγρος, ветвь Таврских гор, лежащая между Арменией, Мидией и Ассирией, часть Гордиейской цепи (Курдистанский хребет) и ныне носит это название; в нем находится Загрошский или Мидийский проход, ныне Сарпул. Polib., 5, 55.… … Реальный словарь классических древностей
CHALONITIS — Graece Χαλωνῖτις, apud Strabonem, ubi de lacu Thoniti, Μετὰ δὲ τὸν μυχὸν λίμνης, εἰς βάραθρον ἐμπεσὼν ὁ ποταμὸς, καὶ πολὺν τόπον ενεχθεὶς ὑπὸ γῆς, ἀνατέλλει κατα τὴν Χαλωνῖτιν. Et Plin. l. 6. c. 27. Fungitur Chalonitis cum Ctesiphonte. ad eam… … Hofmann J. Lexicon universale
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Κασσίτες ή Κοσσαίοι — Αρχαίος λαός της Μεσοποταμίας. Ζούσαν στην οροσειρά Ζάγρος του δυτικού Ιράν, στην περιοχή του σημερινού Λουριστάν, κατά τη διάρκεια της 2ης και 1ης χιλιετίας π.Χ. Στα μέσα του 18ου αι. π.Χ. οι Κ. εισέβαλαν στη Βαβυλωνία, την κατάκτηση της οποίας… … Dictionary of Greek