-
1 Βακχευτής
A a Bacchanal, any one full of Bacchic frenzy or of wine, Orph.H.11.21, 47.6;β. θεός APl.4.290
(Antip.):—fem. [suff] Βακχ-εύτρια AB225, Hsch.s.v. Βάκχου Διώνης.II as Adj.,Β. ῥυθμός AP11.64.2
(Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βακχευτής
-
2 βαλανευτής
A = βαλανεύς, PSI5.584 (iii B. C.), PTeb.401.24 (i A. D.), etc.: —fem. [suff] βᾰλᾰν-εύτρια, Poll 7.166, Lib.Decl.26.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλανευτής
-
3 γοητεύτρια
γοητ-εύτρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γοητεύτρια
-
4 δαιδαλεύτρια
δαιδαλ-εύτρια, ἡ,A skilful workwoman, Lyc.578.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαιδαλεύτρια
-
5 δουλεύτρια
δουλ-εύτρια, ἡ,A female attendant, Eust.1661.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλεύτρια
-
6 θαλαμεύτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλαμεύτρια
-
7 θεραπεύτρια
θερᾰπ-εύτρια, ἡ, fem. ofAθεραπευτής EM47.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπεύτρια
-
8 θηρεύτρια
θηρ-εύτρια, fem. ofAθηρευτήρ, βοῦς PCair.Zen.292.298
(iii B.C.), cf. Hsch. s.v. θηρότις; θ. κύνες Them. Or.18.220b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρεύτρια
-
9 καμινευτήρ
A of a smith's bellows, AP6.92 (Phil.):—fem. [suff] κᾰμῑν-εύτρια Aristarch. ap.Eust. 1835.41, Hsch. s.v. καμινοῖ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμινευτήρ
-
10 κοδομεύς
A one who roasts barley, Hsch., perh. to be read in Ostr.Strassb. 583 (iii B.C.):—fem. [suff] κοδομ-εύτρια, Poll.1.246, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοδομεύς
-
11 κουρεύτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεύτρια
-
12 λοχεύτρια
λοχ-εύτρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχεύτρια
-
13 μαγγανεύτρια
A s.v. βαμβακεύτρια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαγγανεύτρια
-
14 μαιεύτρια
μαι-εύτρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαιεύτρια
-
15 μαντεύτρια
μαντ-εύτρια, ἡ,A gloss on φοιβάστρια, Sch.Lyc.1468.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαντεύτρια
-
16 μοιχεύτρια
μοιχ-εύτρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιχεύτρια
-
17 νυμφεύτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυμφεύτρια
-
18 παλεύτρια
Aπελειάδες Ael.NA13.17
: metaph., of courtesans,φιλῳδοὶ κερμάτων π. Eub.84.1
:—also [suff] παλ-ευτρίς, ίδος, ἡ, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλεύτρια
-
19 πορνεύτρια
πορν-εύτρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορνεύτρια
-
20 σκυτεύτρια
A s.v. πεσσύπτη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυτεύτρια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αναδευτής — ο (θηλ. εύτρια και εύτρα) [αναδεύω] 1. αυτός που αναδεύει, που ανακατεύει 2. αυτός που διαταράσσει την ησυχία με ραδιουργίες, ραδιούργος, ταραξίας … Dictionary of Greek
ερμηνευτής — ο. θηλ. εύτρια (AM ἑρμηνευτής, θηλ. ἑρμηνεύτρια) [ερμηνεύω] εξηγητής, μεταφραστής νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές τού Ομήρου») 2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με… … Dictionary of Greek
θριαμβευτής — ο, θηλ. θριαμβεύτρια (ΑΜ θριαμβευτής, θηλ. εύτρια) [θριαμβεύω] νεοελλ. μσν. αυτός που θριάμβευσε, ο τροπαιοφόρος αρχ. (στην αρχ. Ρώμη) ο στρατηγός που τελεί θρίαμβο … Dictionary of Greek
ειρηνευτής — ο θηλ. εύτρια και εύτρα ειρηνοποιός, συμφιλιωτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκμεταλλευτής — ο θηλ. εύτρια 1. αυτός που εκμεταλλεύεται κερδοφόρα πηγή: Είναι ο εκμεταλλευτής του κυλικείου. 2. μτφ., αυτός που επωφελείται από την ανάγκη των άλλων ή από ειδικές καταστάσεις και κερδοσκοπεί: Εκμεταλλευτής της ιδεολογίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκπαιδευτής — ο θηλ. εύτρια αυτός που κάνει την εκπαίδευση κάποιου, ο δάσκαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερμηνευτής — ο θηλ. εύτρια 1. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία, που ερμηνεύει, εξηγητής, μεταφραστής. 2. ο εκτελεστής μουσικής σύνθεσης: Ερμηνευτής των κλασικών μουσικών έργων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηστευτής — ο θηλ. εύτρια αυτός που νηστεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοθευτής — ο θηλ. εύτρια αυτός που νοθεύει για να εξαπατήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμηθευτής — ο θηλ. εύτρια αυτός που προμηθεύει, που εφοδιάζει κάποιον: Για τα κοινωφελή ιδρύματα υπάρχουν προμηθευτές των διάφορων ειδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπαιδευτής — προπαιδευτής, ο θηλ. εύτρια αυτός που προπαιδεύει, ο προγυμναστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)