Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εύτρια

См. также в других словарях:

  • αναδευτής — ο (θηλ. εύτρια και εύτρα) [αναδεύω] 1. αυτός που αναδεύει, που ανακατεύει 2. αυτός που διαταράσσει την ησυχία με ραδιουργίες, ραδιούργος, ταραξίας …   Dictionary of Greek

  • ερμηνευτής — ο. θηλ. εύτρια (AM ἑρμηνευτής, θηλ. ἑρμηνεύτρια) [ερμηνεύω] εξηγητής, μεταφραστής νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές τού Ομήρου») 2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με… …   Dictionary of Greek

  • θριαμβευτής — ο, θηλ. θριαμβεύτρια (ΑΜ θριαμβευτής, θηλ. εύτρια) [θριαμβεύω] νεοελλ. μσν. αυτός που θριάμβευσε, ο τροπαιοφόρος αρχ. (στην αρχ. Ρώμη) ο στρατηγός που τελεί θρίαμβο …   Dictionary of Greek

  • ειρηνευτής — ο θηλ. εύτρια και εύτρα ειρηνοποιός, συμφιλιωτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκμεταλλευτής — ο θηλ. εύτρια 1. αυτός που εκμεταλλεύεται κερδοφόρα πηγή: Είναι ο εκμεταλλευτής του κυλικείου. 2. μτφ., αυτός που επωφελείται από την ανάγκη των άλλων ή από ειδικές καταστάσεις και κερδοσκοπεί: Εκμεταλλευτής της ιδεολογίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκπαιδευτής — ο θηλ. εύτρια αυτός που κάνει την εκπαίδευση κάποιου, ο δάσκαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερμηνευτής — ο θηλ. εύτρια 1. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία, που ερμηνεύει, εξηγητής, μεταφραστής. 2. ο εκτελεστής μουσικής σύνθεσης: Ερμηνευτής των κλασικών μουσικών έργων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηστευτής — ο θηλ. εύτρια αυτός που νηστεύει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοθευτής — ο θηλ. εύτρια αυτός που νοθεύει για να εξαπατήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προμηθευτής — ο θηλ. εύτρια αυτός που προμηθεύει, που εφοδιάζει κάποιον: Για τα κοινωφελή ιδρύματα υπάρχουν προμηθευτές των διάφορων ειδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπαιδευτής — προπαιδευτής, ο θηλ. εύτρια αυτός που προπαιδεύει, ο προγυμναστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»