-
1 βραδυ-πεψία
βραδυ-πεψία, ἡ, langsame, schwere Verdauung, Medic.
-
2 εὖ-πεψία
εὖ-πεψία, ἡ, gute, leichte Verdauung, Arist. part. anim. 2, 3. 3, 9.
-
3 δυς-πεψία
-
4 ἀ-πεψία
-
5 ἀπεψία
-
6 βραδυπεψία
βραδυ-πεψία, langsame, schwere Verdauung -
7 δυςπεψία
δυς-πεψία, ἡ, Unverdaulichkeit; schwere Verdauung -
8 εὖπεψία
εὖ-πεψία, ἡ, gute, leichte Verdauung
См. также в других словарях:
υποπεψία — η, Ν ιατρ. η μείωση τής πεπτικής ικανότητας τού γαστρικού υγρού, η οποία εκδηλώνεται με μη φυσιολογικές ζυμώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + πέψη + κατάλ. ία (πρβλ. υπερ πεψία)] … Dictionary of Greek