Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὕρεμα

См. также в других словарях:

  • εὕρεμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύρεμα — το βλ. εύρημα …   Dictionary of Greek

  • εὕρεμ' — εὕρεμα , εὕρεμα neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρεμάτων — εὕρεμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρέμασι — εὕρεμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρέμασιν — εὕρεμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρέματα — εὕρεμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρέματος — εὕρεμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • καθεύρεμα — καθεύρεμα, τὸ (Α) εφεύρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθευρίσκω. Το β συνθετικό εύρεμα είναι μετγν. τ. τού ρηματ. παρ. εὕρημα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»