-
1 εὕρεμα
-
2 εὕρεμα
εὕρεμα, τό, Fund -
3 καθ-εύρεμα
καθ-εύρεμα, τό, Erfindung, Sp.
-
4 ἐφ-εύρεμα
ἐφ-εύρεμα, τό, = ἐφεύρημα, Schol. Eur. Hec. 622.
-
5 ἐξ-εύρεμα
-
6 εὕρημα
εὕρημα, τό, selten u. erst bei Sp. εὕρεμα (w. m. s.), 1) das Gefundene, der Fund; εἴϑ' ὁ Βακχεῖος ϑεὸς εὕρημα δέξατ' ἔκ του Νυμφᾶν Soph. O. R. 1106; σῶσαι τόδ' εὕρημα Eur. Ion 1349. Daher = unverhoffter Gewinn, τί τοῦδ' ἂν εὕρημ' εὗρον εὐτυχέστερον Eur. Med. 553; εὕρ. γὰρ τὸ χρῆμα γίγνεται τόδε El. 606; εὑρήμασι μέγα πλούσιος ἐγένετο Her. 7, 190; εὕρημα εὕρηκα 7, 10, 4; 8, 109; ἐκείνοις τοῖς δυςτυχοῦσι εὕρ. εἶναι, für sie sei es ein Gewinn, Thuc. 5, 46; εὕρημα ἐδόκει εἶναι, ein unverhoffter Gewinn, Xen. An. 7, 3, 13, wie εὕρημα ποιεῖσϑαί τι, Etwas für Gewinn achten, 2, 3, 18; vgl. εὕρημα ἔχειν Is. 9, 26. – 2) das Erfundene, Erfindung, ἀριϑμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα Soph. frg. 379; πολλῶν λόγων Eur. Hec. 248, öfter; Ar. Nubb. 561; Plat. Theaet. 150 c Prot. 326 d u. Folgde; πᾶς νόμος εὕρημα καὶ δῶρον ϑεῶν Dem. 25, 16; – τῆς συμφορᾶς, ein Heilmittel dagegen, Eur. Hipp. 716; vgl. Dem. 26, 26 τὰ ἀῤῥωστήματα τοῖς τῶν ἰατρῶν εὑρήμασι καταπαύεται, die Erfindungen künstlicher Heilmittel.
-
7 καθεύρεμα
καθ-εύρεμα, τό, Erfindung
См. также в других словарях:
εὕρεμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρεμα — το βλ. εύρημα … Dictionary of Greek
εὕρεμ' — εὕρεμα , εὕρεμα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρεμάτων — εὕρεμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέμασι — εὕρεμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέμασιν — εὕρεμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέματα — εὕρεμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέματος — εὕρεμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
καθεύρεμα — καθεύρεμα, τὸ (Α) εφεύρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθευρίσκω. Το β συνθετικό εύρεμα είναι μετγν. τ. τού ρηματ. παρ. εὕρημα] … Dictionary of Greek