-
1 χυτος
I3[adj. verb. к χέω См. χεω]1) пролитой(αἷμα Aesch.)
2) насыпанныйχυτέ γαῖα Hom. — земляная насыпь, т.е. могильный курган
3) жидкий, текучий(νέκταρ Pind.)
χυτέ θάλασσα Anth. — морская пучина4) расплавленный, стекловидныйἀρτήματα λίθινα χυτά Her. — стеклянные серьги;
λίθων χυτὰ εἴδη Plat. — стекловидные (прозрачные) камни5) движущийся большими стаями, странствующий косяками(ἰχθύες Arst.)
IIὅ земляная насыпь Her. -
2 χυτός
η, ό[ν]1) вылитый, разлитый, пролитый; 2) рассыпанный; просыпанный; разбросанный;χυτή κόμη — распущенные волосы;
3) выплавленный;χυτός σίδηρος — чугун;
4) литой;5) перен. стройный;χυτή κορμοστασιά — стройный стан;
χυτή γάμπα — стройная нога;
αυτός έχει χυτό σώμα — у него стройная фигура;
6) хорошо сидящий (о платье) -
3 χυτός
[хитос] яг. вылитый, пролитый, литой, отлитый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χυτός
-
4 χυτός
[хитос] яг. вылитый, пролитый, литой, отлитый. -
5 αμφιχυτος
-
6 αργυρος
ὅ1) серебро Hom., Her., Trag. etc.; ἄ. χυτός Arst. ртуть -
7 εγχυτος
-
8 εκχυτος
-
9 κηροχυτος
-
10 οινοχυτος
-
11 πηλοχυτος
-
12 πολυχυτος
2обильно разлитой -
13 πρωτοχυτος
-
14 υδροχυτος
-
15 υποχυτος
-
16 χαλκοχυτος
-
17 χυτικος
См. также в других словарях:
χυτός — poured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… … Dictionary of Greek
χυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χυμένος, ο σκόρπιος, ο άταχτος. 2. στα μέταλλα, αυτός που έλιωσε και χύθηκε σε καλούπια. 3. αυτός που κατασκευάστηκε με το λιώσιμο και χύσιμο μετάλλου: Δεν είναι με το χέρι σκαλισμένο, είναι χυτό. 4. στο ανθρώπινο σώμα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυτά — χυτός poured neut nom/voc/acc pl χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc/acc dual χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτόν — χυτός poured masc acc sg χυτός poured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυταί — χυτός poured fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοῖς — χυτός poured masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοί — χυτός poured masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοῦ — χυτός poured masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτούς — χυτός poured masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτῆς — χυτός poured fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)