-
21 στῡλίσκος
-
22 δρυο-παγής
δρυο-παγής, ές, aus Holz zusammengefügt; στόλος oder στύλος Soph. frg. 629; VLL. ὁ δρύϊνος πάσσαλος.
-
23 duodecastylus
duodecastȳlus, a, um (δυόδεκα u. στῦλος), zwölfsäulig, von zwölf Säulen gestützt, firmamentum, Interpr. Iren. 4, 21, 3.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > duodecastylus
-
24 ἀραιόστῡλος
ἀραιό-στῡλος, mit weit aus einander stehenden Säulen, mit weiten Intercolumnien -
25 ἄστῡλος
ἄ-στῡλος, ἀ-στύλωτος, ohne Säulen -
26 ἀστύλωτος
ἄ-στῡλος, ἀ-στύλωτος, ohne Säulen -
27 ἑξάστῡλος
-
28 εὔστυλος
εὔ-στυλος, mit schönen Säulen; wo die Säulen in guter Ordnung, in gehörigen Zwischenräumen aufgestellt sind -
29 ὀκτάστῡλος
-
30 περίστῡλος
-
31 ποδήρης
ποδ-ήρης, ες, bis auf die Füße reichend, sie berührend; στύλος ποδήρης ὑψηλῆς στέγης, ein hoher Pfeiler; ein Schiff, das Ruder statt der Füße hat -
32 πολύστυλος
-
33 πρόστυλος
-
34 πυκνόστυλος
πυκνό-στυλος, mit dichten, dichtstehenden od. vielen Säulen -
35 σύστῡλος
-
36 τετράστῡλος
-
37 ὑπόστῡλος
ὑπό-στῡλος, auf darunter gelegten Säulen ruhend, τὸ ὑπόστυλον, ein bedeckter Säulengang, Säulenhalle
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στῦλος — pillar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek
στύλος — ο 1. κολόνα: Η ΔΕΗ τοποθέτησε τους στύλους για την ηλεκτροδότηση του χωριού μας. 2. μέρος του άνθους. 3. μτφ., στήριγμα: Ο πατέρας είναι ο στύλος του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στῦλοι — στῦλος pillar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στῦλον — στῦλος pillar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτόστυλος — η, ο αυτός που έχει κυρτούς στύλους («κυρτόστυλος ναός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + στύλος (πρβλ. ορθό στυλος, περί στυλος)] … Dictionary of Greek
μακρόστυλος — η, ο 1. (για ναό) αυτός που έχει στύλους τοποθετημένους σε σχετικά αραιά διαστήματα μεταξύ τους 2. αυτός που έχει μακρείς, μεγάλου μήκους στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + στύλος (πρβλ. τετρά στυλος, περί στυλος)] … Dictionary of Greek
στυλίσκος — ο, ΝΜΑ υποκορ. μικρός στύλος, κιονίσκος νεοελλ. ζωολ. σπειροειδής μικρή στήλη, που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο ελίσσεται το όστρακο τών γαστερόποδων μαλακίων μσν. ιστός με πανί που βρίσκεται στην πρύμνη αρχ. 1. βακτηρία, ράβδος 2. τμήμα … Dictionary of Greek
σύστυλος — η, ο / σύστυλος, ον, ΝΑ πυκνόστυλος νεοελλ. αρχαιολ. α) (για κτίσμα) αυτός τού οποίου το μεταξύ δύο διαδοχικών κιόνων διάστημα ήταν διπλάσιο τού πλάτους τού τριγλύφου, προκειμένου για τον δωρικό ρυθμό, ή διπλάσιο τής κατώτατης διαμέτρου τού κίονα … Dictionary of Greek
Estilete — Estiletes modernos, usados con pantallas táctiles en dispositivos electrónicos tales como la Nintendo DS y las PDAs … Wikipedia Español
Форма креста Иисуса Христа — Эта статья о различных взглядах на форму орудия казни, которое использовалось для распятия Иисуса Христа. О реликвии смотрите Животворящий Крест. Форма креста Иисуса Христа дискуссионный вопрос для ряда светских историков и филологов, а… … Википедия