-
1 σειστός
σειστός, erschüttert, geschüttelt, Ar. Ach. 327; dah. wankend, schwankend, bebend, Sp.
-
2 σειστος
-
3 σειστός
σειστόςshaken: masc nom sg -
4 σειστός
σειστός, erschüttert, geschüttelt; dah. wankend, schwankend, bebend -
5 σειστός
η, ό[ν]1) качающийся, колышущийся; колеблющийся; сотрясающийся; 2) ходящий вразвалку, враскачку;έρχεται σειστός και λυγιστός — он ходит вразвалку
-
6 σειστός
[систос] εκ. качающийся, колеблемый, сотрясаемый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σειστός
-
7 σειστός
[систос] επ качающийся, колеблемый, сотрясаемый. -
8 σειστός
II pendant, of earrings,ἐνώτια χρυσᾶ σειστὰ ἐγ κιβωτίῳ IG11(2).203
B69 (Delos, iii B.C.), cf. 287 B 28 (iii B.C.), Inscr.Délos 442 B 4 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σειστός
-
9 εὐ-από-σειστος
εὐ-από-σειστος, leicht abzuschütteln, adv., Chrysipp. Plut. stoic. rep. 10.
-
10 εὐ-κατά-σειστος
εὐ-κατά-σειστος, leicht zu erschüttern, Eust.
-
11 εὐ-διά-σειστος
εὐ-διά-σειστος, wohl durchschüttelt; leicht zu erschüttern, zu widerlegen, Schol. Il. 5, 226; Apoll. Dysc. Pron. 386.
-
12 εὔ-σειστος
εὔ-σειστος, leicht zu erschüttern, bes. den Erderschütterungen ausgesetzt, Strab. X p. 447 n. öfter.
-
13 δύς-σειστος
δύς-σειστος, schwer zu erschüttern, Hesych.
-
14 διά-σειστος
διά-σειστος, durch-, umgeschüttelt; ἀστράγαλοι, Aesch. 1, 59; Men. bei Harpocr. 68.
-
15 ἀ-κατά-σειστος
ἀ-κατά-σειστος, unerschüttert, Sp.
-
16 ἄ-σειστος
ἄ-σειστος, unerschüttert, unerschütterlich, Sp. – Adv., Epic. bei D. L. 10, 87.
-
17 ἐπί-σειστος
ἐπί-σειστος, herabgeschüttelt, κόμη, herabwallend, Luc. Gall. 26 u. a. Sp.; bei Poll. 4, 146 ff. ist ὁ ἐπίσειστος eine komische Larve mit über die Stirn herabhängenden Haaren.
-
18 σειστόν
σειστόςshaken: masc acc sgσειστόςshaken: neut nom /voc /acc sg -
19 σειστά
σειστά̱, σειστήςearth-shaker: masc nom /voc /acc dualσειστήςearth-shaker: masc voc sgσειστήςearth-shaker: masc nom sg (epic)σειστόςshaken: neut nom /voc /acc plσειστά̱, σειστόςshaken: fem nom /voc /acc dualσειστά̱, σειστόςshaken: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 ασειστος
См. также в других словарях:
σειστός — shaken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειστός — ή, ό / σειστός, ή, όν, ΝΜΑ [σείω] αυτός που σείεται, που κουνιέται, που ταλαντεύεται (α. «κι εκεί ψηλά που ο ίσκιος των σειστός περνά κι απλώνει», Γρυπ. β. «ὡς ὅδε γε σειστὸς ἄμα τῇ στροφῇ γίγνεται», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που μπορεί να… … Dictionary of Greek
σειστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σειέται, ο κουνιστός: Έρχεται σειστός και λυγιστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σειστόν — σειστός shaken masc acc sg σειστός shaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειστοῖς — σειστός shaken masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειστά — σειστά̱ , σειστής earth shaker masc nom/voc/acc dual σειστής earth shaker masc voc sg σειστής earth shaker masc nom sg (epic) σειστός shaken neut nom/voc/acc pl σειστά̱ , σειστός shaken fem nom/voc/acc dual σειστά̱ , σειστός shaken fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόσειστος — η, ο (για τόπους) αυτός που υφίσταται σεισμούς τών οποίων το επίκεντρο βρίσκεται σε άλλον τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο + σειστος (< σείω), πρβλ. ά σειστος] … Dictionary of Greek
ευκατάσειστος — εὐκατάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα 2. αυτός που καταρρίπτεται εύκολα αρχ. αυτός που συγκινείται, που παρασύρεται εύκολα («εὐκατάσειστον εἶναι τὸν δῆμον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σειστος (< κατα σείω), πρβλ. α κατά… … Dictionary of Greek
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
αυτόσειστος — η, ο (για περιοχές) αυτός που έχει σεισμογόνο εστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + σειστός < σείω (πρβλ. άσειστος). Η λ. μαρτυρείται στον Η. Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek
ευανάσειστος — εὐανάσειστος, ον (Α) αυτός που ερεθίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα σειστος (< ανα σείω)] … Dictionary of Greek