-
61 πολύπαστος
πολύ-παστος, ον,A much-besprinkled, Hsch.s.v.κερχνωτά.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπαστος
-
62 σησαμόπαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σησαμόπαστος
-
63 χρυσόπαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόπαστος
-
64 ἀκρόπαστος
A sprinkled on the surface: slightly salted, Sopat.13, Xenocr. 76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόπαστος
-
65 ἀνυπόπαστος
ἀνυπό-παστος, ον, of a stone,A with nothing spread below it, IG7.3073.164 (Lebad.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνυπόπαστος
-
66 ἀργυρομιγής
ἀργῠρο-μῐγής, ές,A mixed with silver,γῆ Str.3.2.9
codd. [suff] ἀργῠρό-παστος, ον, silver-broidered,ὅπλα Polyaen.4.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρομιγής
-
67 ἁλίπαστος
ἁλί-παστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλίπαστος
-
68 ἐπίπαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπαστος
-
69 ἄπαστος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄπαστος
-
70 ἀκρόπαστος
ἀκρό-παστος, oben bestreut mit Salz und Gewürz; von Fischen -
71 ἁλίπαστος
ἁλί-παστος, eingesalzen, Olive; vom Braten, der mit Salz bestreut ist -
72 ἄπαστος
-
73 ἀπόπαστος
-
74 ἀργυρόπαστος
-
75 ἐπίπαστος
ἐπί-παστος, daraufgestreut, τὰ ἐπίπαστα, eine Art gewöhnliches, mit Salz bestreutes Brotes; φάρμακον, eine Art Streupulver -
76 πανάπαστος
παν-ά-παστος, ganz nüchtern, gar nichts gegessen habend -
77 πεπερόπαστος
-
78 περίπαστος
-
79 σᾱσαμόπαστος
-
80 σησαμόπαστος
См. также в других словарях:
παστός — sprinkled with salt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… … Dictionary of Greek
παστός, -ή — ό 1. ο διατηρημένος με αλάτι, αλίπαστος, παστωμένος: Παστά ψάρια. 2. (ως ουσ.) κάθε φαγώσιμο διατηρημένο σε αλάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παστοῖς — παστός sprinkled with salt masc dat pl παστόω build a bridal chamber pres opt act 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres subj act 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστοί — παστός sprinkled with salt masc nom/voc pl παστόω build a bridal chamber pres subj mp 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres ind mp 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστοῦ — παστός sprinkled with salt masc gen sg παστόω build a bridal chamber pres imperat mp 2nd sg παστόω build a bridal chamber imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστούς — παστός sprinkled with salt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστῷ — παστός sprinkled with salt masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστόν — παστός sprinkled with salt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεαρόπαστος — νεαρόπαστος, ον (Α) αυτός που έχει παστωθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + παστός (< πάσσω «αλατίζω») πρβλ. αλί παστος, χρυσό παστος] … Dictionary of Greek
πολύπαστος — ον, Α πολυκέντητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παστός (< πάσσω «διακοσμώ»), πρβλ. αργυρό παστος, χρυσό παστος] … Dictionary of Greek