-
1 πρός-κολλος
πρός-κολλος, dor. ποτίκολλος, = προςκολλητός, Pind. frg. 280, ποτίκολλον ἅτε ξύλον ξύλῳ.
-
2 παρά-κολλος
παρά-κολλος, χαμεύνη, an dessen einem Ende nur ein ἀνακλιντήριον befestigt war, auf dem der Kopf ruhte; hatte es ein solches an beiden Enden, so hieß es ἀμφίκολλος, Poll. 10, 36.
-
3 σύγ-κολλος
σύγ-κολλος, (durch Leim) fest verbunden; übertr., zusammenpassend, καὶ ταῠτ' ἔλεξας πάντα συγκόλλως ἐμοί, Aesch. Suppl. 310; Ch. 535; συγκόλλως auch Aenigm. 8 ( App. 117).
-
4 χρῡσό-κολλος
χρῡσό-κολλος, mit Gold gelöthet, mit angelötheten goldenen Zierrathen, von Gold zusammengesetzt; Soph. frg. 68 bei Ath. XI, 466 b; κώπη Eur. bei Poll. 10, 145.
-
5 γυιό-κολλος
γυιό-κολλος, Glieder leimend, bindend, Lycophr. 1202.
-
6 κατά-κολλος
κατά-κολλος, mit Leim vermischt, μέλαν Aen. Poliorcet. 31.
-
7 εὔ-κολλος
εὔ-κολλος, δρυὸς ἰκμάς, gut leimend, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
-
8 λιθό-κολλος
λιθό-κολλος, dasselbe, ψυκτήρ, Inscr. 2852.
-
9 ἀρτί-κολλος
ἀρτί-κολλος, genau zusammengeleimt, zusammenpassend, Soph. Tr. 765 προςπτύσσετο πλευραῖσιν ἀρτ. ὥστε τέκτονος χιτών. Dah. recht, gehörig, Aesch. Ch. 573; λόγον, zur gelegenen Zeit, gerade recht, Spt. 355.
-
10 ἀμφί-κολλος
ἀμφί-κολλος, rings geleimt, Plat. com. bei Poll. 10, 34, κλίνη, der es κατακεκολλημένη erkl.
-
11 ἄ-κολλος
-
12 ἐχέ-κολλος
ἐχέ-κολλος, Leim haltend, zusammenleimend; πηλός Plut. sol. an. 10; a. Sp.; τὸ ἐχέκολλον, der Leim, Plut. frat. amor. 7. – Adv., Diosc.
-
13 ἔγ-κολλος
-
14 αρτικολλος
21) досл. плотно приклеенный, перен. тесно прилегающий(πλευραῖσιν χιτών Soph.)
2) подходящий, своевременный(λόγος ἀγγέλου Aesch.)
ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε Aesch. — чтобы все было как следует -
15 ευκολλος
-
16 εχεκολλος
-
17 προσκολλος
-
18 γυίκολλος
γυί-κολλος, ον,A binding the limbs, Lyc.1202.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυίκολλος
-
19 λιθόκολλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθόκολλος
-
20 πεντηκοντάκολλος
πεντηκοντά-κολλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντηκοντάκολλος
См. также в других словарях:
κόλλος — κόλλος, τὸ (Α) το κάλλαιον, το λειρί, το λοφίο τού πετεινού … Dictionary of Greek
εύκολλος — εὔκολλος, ον (Α) αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά κολλος, αμφί κολλος] … Dictionary of Greek
κατάκολλος — κατάκολλος, ον (Α) ο αναμεμιγμένος με κόλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. έγ κολλος, παρά κολλος] … Dictionary of Greek
λιθόκολλος — λιθόκολλος, ον (Α) λιθοκόλλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. αρτί κολλος, χρυσό κολλος] … Dictionary of Greek
ποτίκολλος — ον, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος, σύγ κολλος] … Dictionary of Greek
πρωτόκολλο — το, πρωτόκολλον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο έγγραφο με το οποίο οι κατά τον νόμο αρμόδιοι υπάλληλοι πιστοποιούν παράβαση νόμου και επιβάλλουν, συνήθως, το προβλεπόμενο για την κάθε περίπτωση πρόστιμο («πρωτόκολλο δασικής παράβασης») 2. βιβλίο… … Dictionary of Greek
παράκολλος — ον, Α 1. αστρολ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο ισημερινό με κάποιον άλλο 2. φρ. «παράκολλος χαμεῡνα» είδος χαμηλής κλίνης με το ένα μόνο άκρο της υπερυψωμένο, ανάκλιντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. αμφί κολλος] … Dictionary of Greek
πρόσκολλος — ον, Α προσκολλητός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος] … Dictionary of Greek
σύγκολλος — ον, Α 1. συνδεδεμένος με κόλλα, συγκολλημένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύγκολλα σύμφωνα με κάτι άλλο. επίρρ... συγκόλλως Α 1. σύμφωνα με κάτι άλλο, ταιριαστά 2. φρ. «συγκόλλως ἔχω» συμφωνώ, συναινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κολλος (< κόλλα),… … Dictionary of Greek
χρυσόκολλος — ον, Α χρυσόδετος («κώπην χρυσόκολλον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. ὀστεό κολλος] … Dictionary of Greek
αμφίκολλος — ἀμφίκολλος, ον (Α) ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κολλος < κόλλα] … Dictionary of Greek