-
1 ευθοινος
-
2 πανθοινος
См. также в других словарях:
σύνθοινος — ον, Α μέτοχος σε γεύμα, σε δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θοινος (< θοίνη «γεύμα, συμπόσιο»), πρβλ. εὔ θοινος] … Dictionary of Greek
φιλόθοινος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα γεύματα, οι διασκεδάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θοινος (< θοίνη «γεύμα, συμπόσιο»), πρβλ. εὔ θοινος] … Dictionary of Greek
πάνθοινος — οίνη, ον, θηλ. και ος, Α γεμάτος με κάθε είδους εδέσματα, πλουσιοπάροχος («πανθοίνοισι τραπέζαις», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θοίνη «συμπόσιο, δείπνο» (πρβλ. εύ θοινος)] … Dictionary of Greek
πρωτοθοινία — ἡ, Α (κατά τον Πολυδ.) η λήψη τής πρώτης μερίδας σε γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + θοινία (< θοινος < θοίνη «ευωχία, γεύμα»)] … Dictionary of Greek