Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὔχῑλος

См. также в других словарях:

  • εύχιλος — εὔχιλος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πλούσια χλόη, άφθονο χορτάρι 2. (για ζώα και κυρίως άλογα) αυτός που τρέφεται καλά με χόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χιλός «φρέσκο χόρτο»] …   Dictionary of Greek

  • εὔχιλος — εὔχῑλος , εὔχιλος rich in fodder masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχιλότερον — εὐχῑλότερον , εὔχιλος rich in fodder adverbial comp εὐχῑλότερον , εὔχιλος rich in fodder masc acc comp sg εὐχῑλότερον , εὔχιλος rich in fodder neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔχιλον — εὔχῑλον , εὔχιλος rich in fodder masc/fem acc sg εὔχῑλον , εὔχιλος rich in fodder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχιλοτέροις — εὐχῑλοτέροις , εὔχιλος rich in fodder masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχίλου — εὐχί̱λου , εὔχιλος rich in fodder masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχίλων — εὐχί̱λων , εὔχιλος rich in fodder masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»