Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὔχορδος

См. также в других словарях:

  • εύχορδος — εὔχορδος, ον (Α) αυτός που έχει καλές χορδές, που ηχεί μελωδικά …   Dictionary of Greek

  • εὔχορδον — εὔχορδος well strung masc/fem acc sg εὔχορδος well strung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»