-
1 εύφυλλοι
-
2 εὔφυλλοι
См. также в других словарях:
εὔφυλλοι — εὔφυλλος leafy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εύφυλλοι
2 εὔφυλλοι
εὔφυλλοι — εὔφυλλος leafy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)