Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὔφιμος

См. также в других словарях:

  • εύφιμος — εὔφιμος, ον (Α) 1. (για άλογο) ευχαλίνωτος, που δέχεται εύκολα χαλινό 2. αυτός που σταματάει με τη στύψη, ο στυπτικός, ο αιμοστατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιμός «φίμωτρο»] …   Dictionary of Greek

  • εὔφιμος — well bitted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφιμον — εὔφιμος well bitted masc/fem acc sg εὔφιμος well bitted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφίμου — εὔφιμος well bitted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»