Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εὔταρσος

См. также в других словарях:

  • εύταρσος — εὔταρσος, ον (Α) 1. (για σκέλος εντόμου) αυτός που έχει ωραίους ταρσούς, ωραία πόδια 2. αυτός που ανήκει σε ωραία πόδια («εὔταρσοι ἀστράγαλοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ταρσός] …   Dictionary of Greek

  • εὐτάρσοιο — εὔταρσος delicate winged masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτάρσοις — εὔταρσος delicate winged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτάρσοισιν — εὔταρσος delicate winged masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»