-
1 ευταρσος
См. также в других словарях:
εύταρσος — εὔταρσος, ον (Α) 1. (για σκέλος εντόμου) αυτός που έχει ωραίους ταρσούς, ωραία πόδια 2. αυτός που ανήκει σε ωραία πόδια («εὔταρσοι ἀστράγαλοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ταρσός] … Dictionary of Greek
εὐτάρσοιο — εὔταρσος delicate winged masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτάρσοις — εὔταρσος delicate winged masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτάρσοισιν — εὔταρσος delicate winged masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)