-
41 ευτάκτοισι
-
42 εὐτάκτοισι
-
43 ευτάκτου
-
44 εὐτάκτου
-
45 ευτάκτους
-
46 εὐτάκτους
-
47 ευτάκτω
-
48 εὐτάκτῳ
-
49 ευτάκτων
-
50 εὐτάκτων
-
51 εύτακτα
-
52 εὔτακτα
-
53 εύτακτοι
-
54 εὔτακτοι
-
55 добропорядочный
επ., Βρ: -чен, -чна, -чноευπρεπής, εύτακτος• ευπρόσωπος. -
56 подобранный
επ. από μτχ.καλοπεριποιημέ-νος, καλοσυγύρισμένος, εύτακτος, εύθετος. -
57 εὐάρητος
εὐάρητος ὄνειρος· εὔτακτος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάρητος
-
58 παρεύτακτος
παρεύτακτ-ος, ὁ, member of a particular class of ἔφηβοι (cf. εὔτακτος), ibid., Lucil.321,752 Marx, IG3.107, Ἐφ.Ἀρχ.1893.74 ; fem. prob. in Varroap. Non.p.93 L.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεύτακτος
-
59 ἔμβασις
A embarkation, Plb.4.10.3; place of entering,ποταμοῦ Id.3.46.1
; entrance,τῆς πλατείας Ephes.3
No.71.3 ἐμβάσεις θαλάσσης sea- bathing, Herod.Med. ap. Orib.10.8.11, cf. Alex.Aphr.Pr.1.112; bathing-place,ποταμὸς παραρρεῖ χωρίον ἔ. ἔχον παγκάλην καὶ εὐειδῆ Aristid.Or.51(27).53
.4ἔ. Ὀσίριδος εἰς τὴν σελήνην Plu.2.368c
; of planets,= ἐπέμβασις, Vett.Val.37.5 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμβασις
-
60 Disciplined
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disciplined
См. также в других словарях:
εὔτακτος — well ordered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύτακτος — η, ο (ΑΜ εὔτακτος, ον) 1. τοποθετημένος με τάξη, τακτοποιημένος 2. αυτός που δεν παραβαίνει την τάξη, ο πειθαρχικός μσν. αρχ. 1. ο ταιριαστός 2. αυτός που τηρεί στη ζωή την πρέπουσα τάξη, το μέτρο 3. πειθαρχικός, τακτικός αρχ. (για στρατό) αυτός… … Dictionary of Greek
εὐτακτότερον — εὔτακτος well ordered adverbial comp εὔτακτος well ordered masc acc comp sg εὔτακτος well ordered neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτακτοτάτων — εὔτακτος well ordered fem gen superl pl εὔτακτος well ordered masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτακτότατον — εὔτακτος well ordered masc acc superl sg εὔτακτος well ordered neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτάκτως — εὔτακτος well ordered adverbial εὔτακτος well ordered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτακτον — εὔτακτος well ordered masc/fem acc sg εὔτακτος well ordered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτακτοτάτην — εὔτακτος well ordered fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτακτοτέρους — εὔτακτος well ordered masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτακτοτέρως — εὔτακτος well ordered masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτακτότατοι — εὔτακτος well ordered masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)