-
1 εὕω
Grammatical information: v.Meaning: `singe' (Il.).Other forms: Aor. εὗσαι,Derivatives: εὕστρα ( εὔσ-) f. `place for singeing' (Ar. Eq. 1236), `roasted barley' ( PTeb. IIIa), `id.' (Paus. Gr.); εὑστόν ( εὑσ-) n. `singed sacrifice' (Miletos IV-IIIa); εὔσανα = ἐγκαύματα (Poll., H.). Very unclear Εὖρος, s. v.Etymology: Old verb, pushed out by καίω, which like other verbs with ευ-diphthong (s. γεύομαι) lost ablaut. εὕω is identical with Lat. ūrō `burn', Skt. óṣati `id.'; so with aspiration metathesis for *εὔhω \< IE *éus-ō (cf. Schwyzer 219). The - σ- returns in εὑσ-τόν (with secondary full grade against Skt. uṣ-tá- = Lat. us-tus `burned') and in εὕσ-τρα (with analogical aspiration; on τρᾱ- cf. Schwyzer 532, Chantraine Formation 333), and was from there introduced in εὔσ-ανα (Stang Symb. Oslo. 2, 66). Also elsewhere (e. g. the zero grade German. l-deriv. in OWNo. usli m., MHG. usel(e) f. `glowing ashes'). S. Bq, Pok. 347f., W.-Hofmann s. ūrō.Page in Frisk: 1,596-597Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εὕω
-
2 Εὖρος
Grammatical information: m.Meaning: `the Southeast wind' (Hom., Arist.).Compounds: As 1. member in εὑρ-ακύλων ( ἄνεμος τυφωνικός, ὁ καλούμενος εὑρακύλων Act. Ap. 27, 14), with Lat. aquilō `Northeast wind' as second term, to designate a wind, between εὖρος and aquilo; lat. (Vulg.) euroaquilo.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Proposal by Curtius 398: from *εὖσ-ρο-ς to εὕω `singe'; aspiration lost after αὔρα (Sommer Lautstud. 36)? Diff. Wood Lang. 3, 184. -Page in Frisk: 1,592Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Εὖρος
См. также в других словарях:
εύω — εὕω και εὔω (Α) (ποιητ. τ.) 1. φλογίζω, καψαλίζω 2. (μτφ. για κακή ή δύστροπη γυναίκα) βασανίζω, τσουρουφλίζω («ἥ τ ἄνδρα... εὕει ἄτερ δαλοῡ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο ρήμα που γρήγορα υποχώρησε στην Ελληνική έναντι τού συνωνύμου του καίω.… … Dictionary of Greek
περιέργεια — η, Ν, περιεργία ΜΑ και περιέργεια Μ [περίεργος] άσκοπο, ανώφελο ενδιαφέρον για ξένες υποθέσεις, επέμβαση στις υποθέσεις άλλων νεοελλ. επίμονη επιθυμία κάποιου να δει ή να μάθει κάτι μσν. αρχ. 1. μάταιη, άσκοπη απασχόληση με ασήμαντα ζητήματα… … Dictionary of Greek
προνομία — (I) η, ΝΜΑ προνόμιο, δικαίωμα κατ εξαίρεση τής κοινής νομοθεσίας (α. «οι προνομίες τού Οικουμενικού Πατριαρχείου» β. «οὐδὲ τῇ ἡλικίᾳ τῶν γερόντων προνομίαν διδόασιν ἂν μὴ καὶ τῷ φρονεῑν πλεονεκτῶσι», Στράβ. γ. «τυχεῑν προνομίας τῆς παρ αὐτῷ τῷ… … Dictionary of Greek
σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
τριπόθητος — η, ο / τριπόθητος, ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, ον, Α πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.) μσν. 1.… … Dictionary of Greek
διαστροφέας — ο, η (Μ διαστροφεύς) 1. αυτός που διαστρέφει, διαστρεβλώνει κάτι 2. αυτός που κάνει χειρότερο κάτι, διαφθορέας («οἱ δὲ... διαστροφέως πεπειραμένοι», Ευσ.) … Dictionary of Greek
ενθεσπίζω — ἐνθεσπίζω (AM) (για τον θεό) υπαγορεύω ενδομύχως σε κάποιον χρησμούς, προφητείες («τοῡ ἐνθεσπίζοντος ἐν αύτῷ θείου πνεύματος», Ευσ.) … Dictionary of Greek
επεκτρίβω — ἐπεκτρίβω (Μ) φθείρω, καταστρέφω («οἷα λύκοι βαρεῑς τὴν τοῡ Χριστοῡ ποίμνην ἐπεκτρίβοντες», Ευσ.) … Dictionary of Greek
επιτριβή — ἐπιτριβή, ἡ (Α) [επιτρίβω] 1. πρόκληση, ερεθισμός 2. συντριβή, καταστροφή, καταδίκη 3. ζημιά, βλάβη, εμπόδιο («ἐπὶ τῇ τούτων ἐπιτριβῇ καὶ φυσιώσει», Ευσ.) 4. εναντίωση, επιμονή … Dictionary of Greek