-
1 εύσχιστος
-
2 εὔσχιστος
-
3 ευσχιστος
-
4 εὔσχιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔσχιστος
-
5 εὔσχιστος,
εὔ-σχιστος, u. εὐ-σχιδής, ές, wohl gespalten, leicht zu spalten -
6 εύσχιστον
-
7 εὔσχιστον
-
8 εὔ-σχιστος
εὔ-σχιστος, poet. auch ἐΰσχιστος, wohl gespalten, leicht zu spalten, Theophr.; ῥοιή Crinag. 6 (VI, 232); κέρατα id. (VI, 227).
-
9 εὔ-κηλος
-
10 ευσχιδης
-
11 ευσχίστου
-
12 εὐσχίστου
-
13 εύσχιστα
-
14 εὔσχιστα
-
15 колкий
-
16 некрепкий
επ., βρ: -пок, -пка, -пко.1. αδύνατος, εύθραστος, εύσχιστος.2. ασθενικός•некрепкий организм αδύνατος οργανισμός.
3. ελαφρός•некрепкий табак ελαφρός καπνός•
некрепкий кофе ελαφρός καφές•
-ое вино αδύνατο κρασί.
См. также в других словарях:
εύσχιστος — εὔσχιστος, ον (ΑΜ) 1. ευκολόσχιστος 2. (για τον κάλαμο τής γραφίδας) αυτός που είναι καλά σχισμένος στο οξύ άκρο, καλοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιστός (< σχίζω)] … Dictionary of Greek
εὔσχιστος — easy to split masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔσχιστον — εὔσχιστος easy to split masc/fem acc sg εὔσχιστος easy to split neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχίστου — εὔσχιστος easy to split masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔσχιστα — εὔσχιστος easy to split neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσχιδής — εὐσχιδής, ές (ΑΜ, Α και ἐϋσχιδής) εύσχιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιδης (< θ. σχίδ τού σχίζω), πρβλ. νεο σχιδής, πολυ σχιδής] … Dictionary of Greek