-
1 ευστοχος
эп. ἐΰστοχος 21) метко брошенный, попадающий прямо в цель(λόγχαι Eur.; ἀκόντιον Xen.; πληγή Polyb.)
2) (тж. τέν τοξικέν εὔ. Luc.) бьющий без промаха, меткий(χείρ Eur.)
3) целесообразный, удачный(πρᾶξις εἰς τὰ κοινά Plut.)
4) меткий, остроумный Arst.εὔ. ἐν ἀπαντήσεσιν Diog.L. — метко возражающий
-
2 εύστοχος
-
3 εύστοχος
[эфстохос] επ точный, меткий. -
4 χαρακτηρισμός
ο характеристика; определение;εύστοχος χαρακτηρισμός — меткая характеристика
См. также в других словарях:
εὔστοχος — well aimed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύστοχος — η, ο (ΑΜ εὔστοχος, ον) 1. αυτός που χτυπάει τον στόχο του με επιτυχία («εὔστοχον ὅπλον») 2. ο ευφυής, ο έξυπνος 3. αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά 4. το ουδ. ως ουσ. το εύστοχο(ν) η ευστοχία νεοελλ. αυτός που συντελεί σε επιτυχία, ο… … Dictionary of Greek
εύστοχος — η, ο επίρρ. α αυτός που πετυχαίνει το στόχο, ακριβής, πετυχημένος: Εύστοχη απάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐστοχώτερον — εὔστοχος well aimed masc acc comp sg εὔστοχος well aimed neut nom/voc/acc comp sg εὔστοχος well aimed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστοχωτάτω — εὔστοχος well aimed masc/neut nom/voc/acc superl dual εὔστοχος well aimed masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστοχωτάτων — εὔστοχος well aimed fem gen superl pl εὔστοχος well aimed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστοχώτατα — εὔστοχος well aimed adverbial superl εὔστοχος well aimed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστοχώτατον — εὔστοχος well aimed masc acc superl sg εὔστοχος well aimed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστόχω — εὔστοχος well aimed masc/fem/neut nom/voc/acc dual εὔστοχος well aimed masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστόχως — εὔστοχος well aimed adverbial εὔστοχος well aimed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔστοχον — εὔστοχος well aimed masc/fem acc sg εὔστοχος well aimed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)