Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὔρυθμος

См. также в других словарях:

  • εὔρυθμος — rhythmical masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύρυθμος — η, ο (ΑΜ εὔρυθμος, ον) 1. (για μουσική ή λόγο) αυτός που έχει ωραίο, κανονικό ρυθμό 2. συμμετρικός, με αρμονική αναλογία τών μερών μσν. αρχ. (για πρόσωπα) ευπρεπής, κόσμιος αρχ. 1. καλά προσαρμοσμένος 2. (για τον σφυγμό) κανονικός 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • εύρυθμος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει καλό ρυθμό, ρυθμικός, κανονικός: Εύρυθμη λειτουργία σχολείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐρυθμότερον — εὔρυθμος rhythmical adverbial comp εὔρυθμος rhythmical masc acc comp sg εὔρυθμος rhythmical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυθμότατα — εὔρυθμος rhythmical adverbial superl εὔρυθμος rhythmical neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυθμότατον — εὔρυθμος rhythmical masc acc superl sg εὔρυθμος rhythmical neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύθμως — εὔρυθμος rhythmical adverbial εὔρυθμος rhythmical masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔρυθμον — εὔρυθμος rhythmical masc/fem acc sg εὔρυθμος rhythmical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυθμοτέρους — εὔρυθμος rhythmical masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυθμότερα — εὔρυθμος rhythmical neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυθμότεροι — εὔρυθμος rhythmical masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»