1 εὔριν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔριν
2 εὔρῑν
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > εὔρῑν
3 εὔ-ρῑς
εὔ-ρῑς, ῑνος, = εὔριν, Aesch. Ag. 1064.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > εὔ-ρῑς
4 ἐΰῤ-ῥιν
ἐΰῤ-ῥιν, ep. = εὔριν (w. m. s.), eben so ἐΰῤ-ῥινος.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐΰῤ-ῥιν
5 ἐΰρριν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐΰρριν
εύριν — εὔριν, ινος, ὁ, ἡ (Α) βλ. εύρις … Dictionary of Greek
εύρις — εὔρις, ινος και εὔριν, ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις) 1. αυτός που έχει καλή μύτη 2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»] … Dictionary of Greek