1 εὔριν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔριν
2 ἐΰρριν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐΰρριν
εύριν — εὔριν, ινος, ὁ, ἡ (Α) βλ. εύρις … Dictionary of Greek
εύρις — εὔρις, ινος και εὔριν, ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις) 1. αυτός που έχει καλή μύτη 2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»] … Dictionary of Greek